Λέξη: αδερφή

Σχετικές λέξεις: αδερφή

αδερφή του σολωμού σολωμού, αδερφη ή αδελφη, αδερφή ονειροκρίτης, αδερφή της φαίης, αδερφή του μέγα αλέξανδρου, αδελφή της φαίης, αδελφή μου αγάπη μου, αδελφή ψυχή, αδερφή της beyonce, αδερφή φαίησ

Συνώνυμα: αδερφή

αδελφή, νοσοκόμα, καλόγρια

Μεταφράσεις: αδερφή

αδερφή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
queer, sister, his sister, her sister, fagot

αδερφή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
extraño, raro, hermana, la hermana, hermana de, hermano

αδερφή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sonderbar, seltsam, schwul, schwule, durchkreuzen, homo, fehlerverdächtig, tunte, befremdend, schwuler, merkwürdig, Schwester, sister

αδερφή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
homosexuel, drôle, bizarre, suspect, fantasque, singulier, étrange, sœur, soeur, la sœur, la soeur

αδερφή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
strano, sospetto, bizzarro, sorella, la sorella, sorella di, sorellina

αδερφή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
excêntrico, barroco, bizarro, esquisito, estranho, irmã, a irmã, associado, da irmã, irmă

αδερφή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gek, zonderling, verdacht, vreemd, verdachte, bizar, eigenaardig, vreemdsoortig, wonderlijk, raar, zus, zuster, zusje, zusterhotel

αδερφή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
удивительный, странный, курьёз, невиданный, эксцентричный, изумительный, чудной, сомнительный, необычный, причудливый, сестра, сестры, сестрой, сестру, сестре

αδερφή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
homofil, merkelig, søster, søsteren, søsters

αδερφή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
egendomlig, besynnerlig, sällsam, bisarr, egen, udda, konstig, syster, systern, systers

αδερφή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
merkillinen, pilata, erikoinen, omituinen, sisko, sisar, sisarensa, sisaren, sisareni

αδερφή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
søster, sřster, søsters, søsteren

αδερφή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
divný, homosexuální, podivný, podezřelý, podivínský, sestra, sestru, sestrou, sesterská

αδερφή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dziwny, dziwność, niezwykłość, dziwaczność, dziwaczny, podejrzenie, podejrzany, dziwa, pedał, wątpliwy, homoseksualista, siostra, siostrą, siostry, siostrę, wcześniej

αδερφή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kétes, bekávézott, dilis, gyanús, lánytestvér, nővére, húga, testvér, nővérem

αδερφή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
acayip, kardeş, kız kardeşi, kardeşi, ablam, kızkardeşi

αδερφή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
королеви, сестра, сестро

αδερφή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
motër, motra, motra e, motrën, motrës

αδερφή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сестра, на сестра, сестрата, сестрата на

αδερφή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сястра, сестра

αδερφή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahtlane, õde, õe, őde, õele

αδερφή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slab, bolestan, čudan, smiješan, smušen, neobičan, sestra, sestru, je sestra, sestro, sestrinska

αδερφή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
systir, systur, systirin

αδερφή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sesuo, seserį, sesers, seseriai

αδερφή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
māsa, māsas, māsu, māsai

αδερφή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сестра, сестрата, сестринска, сестрата на

αδερφή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
caraghios, soră, sora, surorii, pe sora, surori

αδερφή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sestra, sestro, sestre, sestrska, sestra je

αδερφή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
podivný, nesvoj, divný, homosexuálni, sestra, zdravotná sestra

Στατιστικά δημοτικότητας: αδερφή

Τυχαίες λέξεις