Ловко στα ελληνικά
Μετάφραση: ловко, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σβέλτα, επιδέξια, κομψά, ικανά, πονηρά, πανουργία, έξυπνα, με πανουργία, πονηριά
Μεταφράσεις
- алфавит στα ελληνικά - αλφάβητο, αλφαβήτου, αλφάβητου, αλφαβήτα
- довесок στα ελληνικά - αντίβαρο, makeweight
- домохозяин στα ελληνικά - ιδιοκτήτη, ιδιοκτήτης, ιδιοκτήτριας, ιδιοκτήτρια, νοικοκύρης
- дряблый στα ελληνικά - μπόσικος, χαλαρός, αργοκίνητος, λάσκος, πλαδαρός, κουτσαίνω, πλαδαρό, ...
Τυχαίες λέξεις
Ловко στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σβέλτα, επιδέξια, κομψά, ικανά, πονηρά, πανουργία, έξυπνα, με πανουργία, πονηριά
Μεταφράσεις: σβέλτα, επιδέξια, κομψά, ικανά, πονηρά, πανουργία, έξυπνα, με πανουργία, πονηριά