Λέξη: αρχηγός

Σχετικές λέξεις: αρχηγός

αρχηγός γεεθα, αρχηγός ελληνικής αστυνομίας 2014, αρχηγός ελ ας, αρχηγός γεν, αρχηγός αστυνομίας, αρχηγός γεα, αρχηγός πυροσβεστικής, αρχηγός λιμενικού, αρχηγός γεσ, αρχηγός γεσ αντιστράτηγος χρήστος μανωλάς

Συνώνυμα: αρχηγός

κεφάλι, κεφαλή, πρωτεύων, σεφ, καπετάνιος, πλοίαρχος, λοχαγός, σμηναγός, οπλαρχηγός, αρχηγός φυλής, διοικητής, κυβερνήτης, πλωτάρχης, υποπλοίαρχος, κύριος, κεφάλαιο, αρχικό κεφάλαιο, αυτουργός, διευθυντής σχολείου

Μεταφράσεις: αρχηγός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
leader, chief, captain, head, commander, chieftain
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
caudillo, guía, jefe, conductor, líder, guión, principal, jefe de, director, el jefe
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
konzertmeister, leiter, führer, leittier, anführer, vorspann, führungskraft, Chef, Leiter, Häuptling
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
leader, patron, dirigeant, causeur, guide, gérant, directeur, chef, meneur, animateur, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guida, capo, leader, principale, direttore, chief, capo della
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
chefe, principal, chefe de, chefe da
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
baas, chef, gebieder, aanvoerder, hoofd, leider, hoofdman, chief
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
глава, руководитель, дирижер, воевода, лидер, вождь, сухожилие, регент, росток, вожатый, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fører, leder, sjef, chief, høvding, sjefs
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ledare, chief, chef, chefs, chefen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
päällikkö, johtaja, johtohenkilö, chief, tärkein, päätoimittaja
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
leder, chef, ledende, administrerende, øverste, chefen
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vůdce, náčelník, dirigent, úvodník, vedoucí, šéf, hlavní, generální
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lider, prowodyr, hegemon, przywódca, szef, prym, kierownik, przewodnik, przodownik, główny, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
főnök, fő, legfőbb, vezető, vezetője
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
önder, lider, kılavuz, baş, başkanı, şefi, sorumlusu, şef
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сірий, повільний, неповороткий, інертний, важкий, головний, головне, головного
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shef, shefi, shefi i, kryesor, kreu
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
главен, главния, главният, началник, шеф
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
галоўны, галоўнае, галоўная
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juht, pealik, vastutav, peamine, peatoimetaja
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
upravljač, vođu, glavar, vođa, glavni, šef, naccelnik, je glavni, načelnik
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
leiðtogi, æðstu, höfðingi, yfirmaður, höfðinginn, Helsti
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
rector
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vadovas, vadas, vyriausiasis, viršininkas, pagrindinis, vyr
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vadītājs, galvenais, galvenā, Chief, priekšnieks
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
главен, шефот на, шефот, главниот, шеф
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
conducător, șef, sef, șeful, șef al
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
šef, glavni, poglavar, vodja, Chief
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vedúci, šéf, sef, hlava

Στατιστικά δημοτικότητας: αρχηγός

Τυχαίες λέξεις