Λέξη: τεχνίτης

Σχετικές λέξεις: τεχνίτης

τεχνίτης φυτικής παραγωγής, τεχνίτης και κατεργάρης, τεχνίτης μηχανικός εγκαταστάσεων, τεχνίτης μηχανικός αυτοκινήτων μοτοσυκλετών και μηχανών θαλάσσης, τεχνίτης ξυλουργικής & επιπλοποιίας, τεχνίτης περιποίησης χεριών και ποδιών, τεχνίτης ηλεκτρονικών συσκευών, τεχνίτης αερίων καυσίμων, τεχνίτης εργαστηρίου φωτογραφίας, τεχνίτης υδραυλικών και θερμοϋδραυλικών εγκαταστάσεων

Συνώνυμα: τεχνίτης

εργάτης, μηχανικός, μάστορας, βιοτέχνης, ενεργός

Μεταφράσεις: τεχνίτης

τεχνίτης στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
craftsman, artisan, tradesman, workman, artificer, mechanic

τεχνίτης στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
menestral, artesano, tratante, artífice, artesanos, artesanal, artesano de

τεχνίτης στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewerbetreibende, geselle, geschäftsmann, handwerker, kunsthandwerker, kunstgewerbler, gewerbetreibender, Handwerker, Handwerks, Handwerkers

τεχνίτης στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
commerçant, fournisseur, maître, madame, compagnon, commerçante, artiste, marchand, artisan, artisans, ouvrier, l'artisan, artisanale

τεχνίτης στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
commerciante, artefice, artigiano, artigianale, artigiani, dell'artigiano

τεχνίτης στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
artesão, artífice, artesãos, craftsman, artesanal

τεχνίτης στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ambachtsman, vakman, handwerksman, ambachtelijke, craftsman

τεχνίτης στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мастер, мастеровой, купец, торговец, ремесленник, плотогон, художник, лавочник, кустарь, мастера, мастером, ремесленником

τεχνίτης στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
håndverker, kunstners, håndverks, håndverkere, håndverkeren

τεχνίτης στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hantverkare, hantverkaren, hantverks, hantverkare som

τεχνίτης στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
käsityöläinen, ammattilainen, craftsman, käsityöläisen, ammattimies

τεχνίτης στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
håndværker, håndværkeren, craftsman, håndværkere

τεχνίτης στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mistr, obchodník, řemeslník, umělec, řemeslníka, řemeslníkem

τεχνίτης στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rzemieślnik, kupiec, handlowiec, artysta, mistrz, dostawca, rzemieślnika, rzemieślnikiem, Artisan, rzemieślników

τεχνίτης στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
iparos, mesterember, kézműves, mester, kisiparos

τεχνίτης στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
usta, ustası, zanaatkar, zanaatkâr, sanatkâr

τεχνίτης στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
майстер, купець, маляр, крамар, ремісник, торговець, художник, торгівець, митець, майстре, ремесленник

τεχνίτης στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tregtar, artizan, zejtar, mjeshtër, çdo mjeshtër, zejtari

τεχνίτης στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
занаятчия, майстор, занаятчийска, занаятчийски, художник

τεχνίτης στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рамеснік

τεχνίτης στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kunstkäsitööline, meister, käsitöömeister, käsitööline, oskustööline, käsitöölise, meistrimehe

τεχνίτης στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
splavar, zanatlija, mehaničar, obrtnik, stručnjak, obrtnika, majstor, majstora

τεχνίτης στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
iðnaðarmaður, craftsman, iðnaðarmanns, iðnaðarmenn, Veldur, smiðnum

τεχνίτης στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
faber

τεχνίτης στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
amatininkas, meistras, Craftsman, meistro, meistrų

τεχνίτης στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
amatnieks, amatnieku, meistars, amatniekam, amatnieki

τεχνίτης στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
занаетчија, занаетчиски, занаетчии, занаетчиска, мајстор

τεχνίτης στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
meşteşugar, artizan, meșteșugar, meșter, mester, meșterul

τεχνίτης στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obrtnik, Mojster, rokodelcev, obrtnika

τεχνίτης στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
živnostník, maloobchodník, obchodník, remeselník, remeselníkom, remeselníka
Τυχαίες λέξεις