Ляпать στα ελληνικά
Μετάφραση: ляпать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ραπίζω, χαστούκι, κροτώ, χειροκροτώ, lyapat
Μεταφράσεις
- арканить στα ελληνικά - λάσο, Lasso, λάσου, το λάσο, λάσων
- блюсти στα ελληνικά - παρατηρώ, κρατώ, σεβασμός, τηρώ, εξακολουθώ, κατακρατώ, σέβομαι, ...
- божественность στα ελληνικά - θειότητα, θεότητα, θεότητας, θεότητά, τη θεότητά
- вездеходный στα ελληνικά - cross-country, μεταξύ των χωρών, μεταξύ χωρών, διακρατική, σκι αντοχής
Τυχαίες λέξεις
Ляпать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ραπίζω, χαστούκι, κροτώ, χειροκροτώ, lyapat
Μεταφράσεις: ραπίζω, χαστούκι, κροτώ, χειροκροτώ, lyapat