Λέξη: κοινότυπος

Σχετικές λέξεις: κοινότυπος

κοινότυπος σημασια, κοινότοπος κοινότυπος, κοινότυπος λεξικό, κοινότυπος ή κοινότοπος

Συνώνυμα: κοινότυπος

τετριμμένος

Μεταφράσεις: κοινότυπος

κοινότυπος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stereotyped, trite, of trite

κοινότυπος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
banal, trivial, andado, trillado, trillada, manido

κοινότυπος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
banal, fade, klischeehaft, abgedroschen, banalen, banale, abgedroschene

κοινότυπος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
banal, rebattu, commun, quelconque, battu, stéréotypé, usé, ordinaire, banale, bien établi, lieu commun, banalité

κοινότυπος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
banale, trito, trita, banali, trite

κοινότυπος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trivial, banal, vulgar, trite, banais

κοινότυπος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afgezaagd, gewoontjes, nietszeggend, plat, alledaags, banaal, banale, afgezaagde, trite

κοινότυπος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тривиальный, банальный, избитый, стереотипный, трафаретный, неоригинальный, пошлый, банально, банальным, банальными, банальной

κοινότυπος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
banal, banalt, forslitt

κοινότυπος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trivial, trite, banal, banalt, uttjatat, banala

κοινότυπος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
arkinen, arkipäiväinen, kulunut, jokapäiväinen, ikävä, mielikuvitukseton, tylsä, banaali, kuluneelta, Tavalliseen

κοινότυπος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
banal, banalt, banale, fortærsket

κοινότυπος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
stereotypní, banální, vyšlapaný, otřepaný, omšelý, otřelý, všední, banálně, triviální, otřepaná

κοινότυπος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
banalny, zdawkowy, trywialny, oklepany, tuzinkowy, szablonowy, stereotypowy, banalne

κοινότυπος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megmerevedett, elcsépelt, banális, sablonos, közhelyszerű

κοινότυπος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
basmakalıp, trite, bayat, basmakalıpın, basmakalıpın üzerinde

κοινότυπος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стереотипується, стереотипний, неоригінальний, банальний, банальне, банальна, банальну

κοινότυπος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i rëndomtë, rëndomtë, të rëndomtë, i grirë, grirë

κοινότυπος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
банален, банално, Trite, изтъркано, банална

κοινότυπος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
банальны, банальнае, банальная, банальный, банальную

κοινότυπος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kulunud, tavapärane, stereotüüpne, labane, banaalne, juba ammu teada, lihtlabane

κοινότυπος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
otrcan, banalan, običan, banalno, otrcano

κοινότυπος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
trite

κοινότυπος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuvalkiotas, banali, šabloniškas, banalus

κοινότυπος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
banāls, pašsaprotami

κοινότυπος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
банална

κοινότυπος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
banal, banale, trite, banală, loc comun

κοινότυπος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
banální, triviální, Banalan, banalna, ustaljenim, obrabljeno, z ustaljenim

κοινότυπος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stereotypní, všedný, všedné, všednej, všedných
Τυχαίες λέξεις