Лёт στα ελληνικά

Μετάφραση: лёт, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πτήση, φυγή, γενιά, ιπτάμενος, χρονών, ετών, έτους, χρόνων
Лёт στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автомобиль στα ελληνικά - μηχανή, κούρσα, όχημα, μηχάνημα, αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, ...
  • беспробудный στα ελληνικά - βαθύς, πεθαμένος, βαρύς, νεκρός, ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτη, ασυγκράτητη, ...
  • бонификация στα ελληνικά - τιμή, επίδομα, το επίδομα, αποζημίωση, επιδόματος, αποζημίωσης
  • взяточничество στα ελληνικά - μπολιάζω, δωροδοκία, μόσχευμα, λάδωμα, δεκασμός, δωροδοκίας, της δωροδοκίας, ...
Τυχαίες λέξεις
Лёт στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πτήση, φυγή, γενιά, ιπτάμενος, χρονών, ετών, έτους, χρόνων