Λέξη: γάντι
Σχετικές λέξεις: γάντι
γάντι για σκύλους, γάντι σε ξύλινο χέρι, γάντι kessa, γάντι spider man, γάντι απολέπισης, γάντι μασάζ, γάντι λεμφοιδήματος, γάντι monsuno, γάντι σιλικόνης, γάντι αποτρίχωσης
Συνώνυμα: γάντι
χειρόκτιο, περιχειρίδα, πρόκληση σε μάχη
Μεταφράσεις: γάντι
γάντι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mitt, glove, gauntlet, a glove, gloves
γάντι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
guante, guante de, guantes, guantera, el guante
γάντι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
handschuh, handschuhe, halbhandschuh, Handschuh, Handschuhs, Schuh
γάντι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
gant, moufle, main, gants, gant de, des gants
γάντι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guanto, guanti, guanto di, portaoggetti, dei guanti
γάντι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
glossário, luva, luvas, luva de, da luva, de luva
γάντι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
handschoen, handschoenen, hand schoen, handschoenmateriaal, handschoenenkastje
γάντι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
рукавица, перчатка, митенка, перчатки, перчаток, перчатку, перчаточный
γάντι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hanske, hansken, hansker
γάντι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vante, handske, handsken, handskfacket, handskar
γάντι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hansikas, räpylä, rukkanen, sormikas, käsine, lapanen, hanska, kinnas, käsi, käsineen, Käsinemateriaalin
γάντι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
handske, handsken, handsker, handskerummet
γάντι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rukavice, rukavic, rukavicích, rukavici, odkládací
γάντι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
graba, rękawiczka, mitynka, rękawica, mitenka, rękawice, rękawiczki, rękawicy
γάντι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kesztyű, kesztyűt, kesztyűtartó, a kesztyű, kesztyűk
γάντι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eldiven, torpido, eldiveni, eldivenin, eldivenler
γάντι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рукавичка, перчатка, рукавиця, рукавичку
γάντι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dorë, dorezë, fiks, doreza, doreza e, doreza të
γάντι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кулак, ръкавица, ръкавици, ръкавицата, ръкавиците, за ръкавици
γάντι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рука, рукавiчка, пальчатка, перчатка, пальчаткі, рукавічка
γάντι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõrmkinnas, pesapallikinnas, mitte, sõrmik, kinnas, glove, kinnaste, kinda, kindad võivad kinni jääda
γάντι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rukavica, kojeg su izrađene rukavice, Glove, rukavice, za rukavice
γάντι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fingravettlingur, hanski, hanska, hanskana, hanskinn, hanskahólfinu
γάντι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ranka, pirštinė, pirštinės, pirštinių, gaminama pirštinė, kurios gaminama pirštinė
γάντι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plauksta, cimds, roka, cimdu, cimdi, glove, cimdiem
γάντι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ракавицата, раката, ракавица, ракавици, на ракавица, предната
γάντι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mână, mănuşă, mănușă, manusa, pentru mănuși, de mănuși, mănuși de
γάντι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
glove, rokavica, rokavico, za rokavice, katerega so rokavice narejene
γάντι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rukavice, rukavica