Малоавторитетный στα ελληνικά
Μετάφραση: малоавторитетный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιβλητικός, έγκυρος, maloavtoritetny
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выбитый στα ελληνικά - έγκοιλο
- глосса στα ελληνικά - ερμηνεία, λούστρο, εξήγηση, στιλπνότητα, γυαλάδα, σχολιάζω, gloss, ...
- доркинг στα ελληνικά - Ντόρκινγκ, Dorking, του Dorking
- жизнеспособность στα ελληνικά - χυμός, ζωτικότητα, ζουμί, εξαντλώ, βιωσιμότητα, βιωσιμότητας, βιωσιμότητά, ...
Τυχαίες λέξεις
Малоавторитетный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιβλητικός, έγκυρος, maloavtoritetny
Μεταφράσεις: επιβλητικός, έγκυρος, maloavtoritetny