Малогабаритный στα ελληνικά
Μετάφραση: малогабаритный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικρός, συμπυκνωμένος, συμπαγής, συμπαγή, συμπαγές, compact, συμπαγείς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- анахронизм στα ελληνικά - αναχρονισμός, αναχρονισμό, αναχρονιστικό, αναχρονιστική, αναχρονισμού
- водохранилище στα ελληνικά - λιμνούλα, δεξαμενή, πισίνα, δεξαμενής, δοχείο, ταμιευτήρα, ρεζερβουάρ
- выведывать στα ελληνικά - αποσπώ, επιφέρω, βγάζω, κουνάβι, ξετρυπώσουμε, ξετρυπώσει, κουνάβι από, ...
- гласно στα ελληνικά - ανοιχτά, δημοσίως, κοινό, στο κοινό, δημόσια, δημόσιο
Τυχαίες λέξεις
Малогабаритный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικρός, συμπυκνωμένος, συμπαγής, συμπαγή, συμπαγές, compact, συμπαγείς
Μεταφράσεις: μικρός, συμπυκνωμένος, συμπαγής, συμπαγή, συμπαγές, compact, συμπαγείς