Λέξη: λαβίδα

Σχετικές λέξεις: λαβίδα

ανατομική λαβίδα, λαβίδα βάνα, λαβίδα κροκοδείλου, μαρίλη λαβίδα, λαβίδα συμπλήρωσης, χριστιάνα λαβίδα, λαβίδα αγγλικά, λαβίδα κρέατος, λαβίδα συμπλήρωσης excel, λαβίδα kocher

Συνώνυμα: λαβίδα

τσιμπίδα, πυράγδα, παπάς, πιτσιρίκος, δαγκάνα, λαβίς, τσιμπίδι, τσιμπιδάκι φρύδιων

Μεταφράσεις: λαβίδα

λαβίδα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tongs, tweezers, forceps, clamp, clip

λαβίδα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tenazas, pinzas, las pinzas, unas pinzas, pinza, pinzas de

λαβίδα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zange, Pinzette, Pinzetten, einer Pinzette

λαβίδα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tenaille, pinces, pince, pincettes, pince à épiler, brucelles, des pincettes

λαβίδα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pinza, pinzetta, pinzette, una pinzetta, le pinzette, pinze

λαβίδα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
alicate, tom, pinça, pinças, tweezers, uma pinça, pinças de

λαβίδα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schaar, knijper, pincet, een pincet, pincetten, tweezers, tang

λαβίδα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
щипцы, клещи, цанги, пинцет, пинцеты, щипчики, пинцетом, пинцета

λαβίδα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tang, pinsett, Pinsetter, pins, pinsetten, en pinsett

λαβίδα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pincett, pincetter, en pincett, pincetten, pincett för

λαβίδα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pinsetit, pinseteillä, pinsettejä, atulat, pinsettien

λαβίδα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tang, pincet, pincetter, en pincet, pincetten, pincet til

λαβίδα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kleště, kleštičky, pinzeta, pinzety, pinzety Štětce, pinzetu, pinzetou

λαβίδα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cęgi, kleszcze, obcęgi, obcążki, szczypce, pinceta, pincety, pęseta, pęsety, tweezers

λαβίδα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csipesz, csipeszek, csipesszel, csipeszt, csipeszeket

λαβίδα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
cımbız, cımbızları, tutaçları, cımbızlar, cımbızı

λαβίδα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
щипці, пінцет, пинцет

λαβίδα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
darë, piskatore, pincetë

λαβίδα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пинцети, пинсети, пинсета, щипци, пинсетата

λαβίδα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пінцэт, пінцэтаў

λαβίδα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pihid, tangid, pintsett, pintsetid, tweezers, pintsettide

λαβίδα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kliješte, pinceta, pincete, pincetom, diskovi naglašene, tweezers

λαβίδα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tweezers

λαβίδα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pincetas, Pincetai, Tweezers, pincetu, žnyplelės

λαβίδα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pincete, pincetes, tweezers, knaiblītes, pinceti

λαβίδα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пинцети, пинцета

λαβίδα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pensetă, pensete, penseta, o pensetă, tweezers

λαβίδα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pincete, pinceta, pinceto, pincet

λαβίδα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pinzeta, pinzety
Τυχαίες λέξεις