Маслиться στα ελληνικά
Μετάφραση: маслиться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λαμποκοπώ, αστράφτω, λάμπω, έλαια, λάδια, ελαίων, ορυκτελαίων, των λιπαρών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- баронесса στα ελληνικά - βαρόνη, baroness, βαρόνης, η βαρόνη, τη βαρόνη
- будоражить στα ελληνικά - εργάζομαι, εργασία, δουλεύω, δουλειά, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, ...
- вдумываться στα ελληνικά - πηγαίνω, θεωρώ, ξανασκέφτομαι, σκεφτεί πέρα, σκεφτεί πέρα από, σκεφτούν, σκεφτούμε πάνω
- вотум στα ελληνικά - ψήφος, ψηφίζω, ψηφοφορία, ψηφοφορίας, ψήφο, ψήφου
Τυχαίες λέξεις
Маслиться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λαμποκοπώ, αστράφτω, λάμπω, έλαια, λάδια, ελαίων, ορυκτελαίων, των λιπαρών
Μεταφράσεις: λαμποκοπώ, αστράφτω, λάμπω, έλαια, λάδια, ελαίων, ορυκτελαίων, των λιπαρών