Λέξη: τεχνητός
Σχετικές λέξεις: τεχνητός
τεχνητός γρανίτης, τεχνητός χλοοτάπητας τιμές, τεχνητός βικιλεξικο, τεχνητός χλοοτάπητας, τεχνητός φράχτης φυλλωμάτων, τεχνητός νεφρός, τεχνητός φωτισμός, τεχνητός καρδιακός βηματοδότης, τεχνητός δορυφόρος, τεχνητός λειμώνας
Μεταφράσεις: τεχνητός
τεχνητός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
artificial, an artificial, artificially, artificial to
τεχνητός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
artificial, postizo, artificiales, artificial de
τεχνητός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
künstlich, künstliche, künstlichen, Kunst, künstlicher
τεχνητός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
affecté, maniéré, artificiel, postiche, factice, artificielle, artificiels, artificielles, synthétique
τεχνητός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
posticcio, artefatto, artificioso, artificiale, artificiali, artificiale di
τεχνητός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
artificial, afectado, artificiais
τεχνητός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gemaakt, nagemaakt, kunstmatig, gewrongen, gekunsteld, kunstmatige, artificiële, van kunstmatige
τεχνητός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
деланный, искусственный, штучный, ненатуральный, напускной, наигранный, ненастоящий, фальшивый, искусственное, искусственного, искусственная, искусственные
τεχνητός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kunstig, kunstige, kunst, menneskeskapte
τεχνητός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
konstgjord, artificiell, konstgjorda, artificiella, artificiellt
τεχνητός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
keinotekoinen, keinotekoisia, keinotekoista, keinotekoisen, keinotekoiset
τεχνητός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kunstig, kunstige, kunstigt, regenererede, en kunstig
τεχνητός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
falešný, vyumělkovaný, strojený, umělý, umělé, umělá, umělého, uměle
τεχνητός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sztuczny, sztuczne, sztuczna, sztucznego, sztucznej
τεχνητός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szintetikus, mesterséges, a mesterséges, mesterségesen, mesterkélt
τεχνητός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
suni, yapay, yapay bir, yapma
τεχνητός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
штучна, штучне, штучний, штучну
τεχνητός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
artificial, artificiale, artificiale të
τεχνητός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изкуствен, изкуствено, изкуствена, изкуствени, изкуственото
τεχνητός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
штучны, штучнае, штучная
τεχνητός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kunstlik, kunstliku, kunstlikku, kunstlikud, kunstlikke
τεχνητός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
umjetnički, umjetni, izvještačen, vještački, umjetna, umjetne, umjetno
τεχνητός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gervi-, gervi, tilbúinn, tilbúna, tilbúið, tilbúnu
τεχνητός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
facticius
τεχνητός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dirbtinis, dirbtiniai, dirbtinio, dirbtinė, dirbtinės
τεχνητός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mākslīgs, neīsts, mākslīgā, mākslīgās, mākslīgais, mākslīgo
τεχνητός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вештачки, вештачко, вештачка, вештачките, вештачката
τεχνητός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
artificial, artificială, artificiale, artificiala, artificiala de
τεχνητός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
umetni, umetno, umetna, umetnega, umetnih
τεχνητός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
strojený, náhradní, umelý, umelého, umelé, umelo