Λέξη: εισέρχομαι

Σχετικές λέξεις: εισέρχομαι

εισέρχομαι αρχικοι χρονοι, συνέρχομαι αρχαία, εισέρχομαι συνώνυμο, εισέρχομαι συνώνυμα, εισέρχομαι κλίση

Συνώνυμα: εισέρχομαι

εισάγω, μπαίνω, αναγράφω, καταχωρίζω, πάω μέσα, εκλέγομαι, φθάνω, ανεβαίνω, εισρέω, συμμετέχω, εισάγω σε τραίνο

Μεταφράσεις: εισέρχομαι

εισέρχομαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
enter, entrain, go in, get in, come in

εισέρχομαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
participar, entrar, ingresar, introducir, introduzca, entrar en, entrará

εισέρχομαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
teilnehmen, eintreten, hineingehen, eingabe, einsetzen, einfügen, mitmachen, hineinkommen, eintrag, eingeben, eingehen, eintragen, betreten, treten

εισέρχομαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
insérer, entrons, irruption, enregistrer, inscrire, embarquement, monter, affilier, s'inscrire, introduire, entrer, entrez, saisir, entrer dans, entrera

εισέρχομαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
entrare, inserire, immettere, entra, inserisci

εισέρχομαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inserir, entre, contabilizar, escravizar, introduzir, ingressar, entrar, digite, introduza

εισέρχομαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
indoen, insteken, binnenlopen, ingaan, betreden, steken, binnengaan, invoeren, binnenkomen

εισέρχομαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
приступить, записывать, проставлять, зачислять, понимать, вступать, поступить, въехать, начинать, въезжать, проставить, внести, регистрировать, вписывать, вступить, вонзаться, вводить, ввода, входить, введите, ввести

εισέρχομαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
inn, skriv, angi, oppgi, angir

εισέρχομαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ange, anger, träda, skriv in, skriva in

εισέρχομαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
osallistua, ryhtyä, ilmoittaa, laittaa, vaikuttaa, astua, Kirjoita, syöttää, syötä, tulla

εισέρχομαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indtaste, træder, indtast, angive, indtaster

εισέρχομαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vcházet, napsat, vkročit, vejít, vniknout, zaznamenat, vepsat, zapsat, nastoupit, zapisovat, vstoupit, vstoupit do, zadejte, zadat, vstupuje

εισέρχομαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zgłaszać, wpisać, przedostać, wchodzić, wjechać, zaprzychodować, wprowadzić, kontować, wjeżdżać, wstępować, wkroczyć, uczestniczyć, wprowadzać, wprowadź, wchodzi

εισέρχομαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
belép, adja, lép, adja meg, írja be

εισέρχομαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
girmek, girin, girmeniz, girip, giriniz

εισέρχομαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
починати, поступити, поступати, доступити, війти, вводити, запроваджувати, уводити

εισέρχομαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
hyj, aderoj, hyjë, hyjnë, të hyjë, hyrë

εισέρχομαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
въведете, влиза, влезе, влезете

εισέρχομαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўводзіць, уводзіць

εισέρχομαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sisenema, sisestama, alustama, sisestage, siseneda

εισέρχομαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ulaz, unos, navesti, ulazi, ulasku, prijaviti, ući, unijeti, unesite, upišite, unesete

εισέρχομαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
slá, slá inn, sláðu inn, að slá inn, sláðu

εισέρχομαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
intro

εισέρχομαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įeiti, įrašyti, įvesti, patekti, atvykti

εισέρχομαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ieiet, ienākt, ierakstīt, ievadiet

εισέρχομαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
внесете, влезе, влезат, внесете го, да влезе

εισέρχομαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
intra, introduce, intra în, introduceți, intră

εισέρχομαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vstopiti, vložit, vpišite, vnesite, vstop, vnesti

εισέρχομαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vstúpiť, nadobudnúť, vstoúpiť, vstup, VSTÚPI
Τυχαίες λέξεις