Маслобойка στα ελληνικά

Μετάφραση: маслобойка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καρδάρα, ταράζω, βούτυρο, αποσυνδέσεων, επαναλαμβάνουμε, churn, καρδάρι
Маслобойка στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бронхиальный στα ελληνικά - βρογχικός, βρογχικό, βρογχικού, βρογχικών, βρογχική
  • взлом στα ελληνικά - σπάσιμο, σπάζοντας, θραύσης, θραύση, θραύσεως
  • воздействовать στα ελληνικά - αντιδρώ, επηρεάζω, ασκώ, παριστάνω, επιρροή, επενέργεια, επενεργώ, ...
  • грааль στα ελληνικά - Δισκοπότηρο, Δισκοπότηρου, Grail, Γκράαλ, του Δισκοπότηρου
Τυχαίες λέξεις
Маслобойка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καρδάρα, ταράζω, βούτυρο, αποσυνδέσεων, επαναλαμβάνουμε, churn, καρδάρι