Λέξη: κανάλι

Σχετικές λέξεις: κανάλι

κανάλι 9, κανάλι 4ε, κανάλι ε live, κανάλι ένα, κανάλι ε, κανάλι της βουλής, κανάλι 1, κανάλι 5, κανάλι 6, κανάλι βουλής

Συνώνυμα: κανάλι

διώρυγα, σωλήνας, αγωγός, δίαυλος, αυλάκι, πορθμός, μέσο

Μεταφράσεις: κανάλι

κανάλι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
channel, canal, channel is, the channel, channels

κανάλι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
canal, conducto, canal de, canales, de canal, del canal

κανάλι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nut, rohr, wasserstraße, rinne, kanal, riefe, rille, gracht, Kanal, Kanals

κανάλι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cannelure, chaîne, rigole, conduit, canal, tuyau, strie, égout, auget, canaliser, cloaque, chenal, rainure, tube, voie, canaux, chaînes

κανάλι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
canale, canali, canale di, del canale, il canale

κανάλι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
canais, canalha, canal, canal de, de canal, do canal

κανάλι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vaart, gleuf, kanaal, wijk, groef, sponning, gracht, kanaals, channel, kanalen

κανάλι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проход, проток, выемка, желобок, канал, русло, паз, шпунт, путь, пролив, швеллер, растекаться, фарватер, сток, канала, каналов, канальный, каналом

κανάλι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kanal, kanalen

κανάλι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kanal, kanalen

κανάλι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaivanto, reitti, uurre, kantaa, ränni, kanava, kuljettaa, uoma, oja, johto, kanaali, kouru, kanavan, kanavaa, kanavalla, kanavalle

κανάλι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rende, kanal, rør, kanalen, kanals

κανάλι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
trubka, korýtko, průplav, kanálek, stoka, trubice, kanál, channel, kanálu, kanálů, kanálový

κανάλι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kanalizować, korytko, przepust, żłobienie, żłobić, koryto, kanał, farwater, przewód, rynna, rowkować, kanalik, kanału, kanałów, kanałowy, kanałem

κανάλι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
meder, csatorna, csatornát, csatornás, csatornán, csatornára

κανάλι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yiv, kanal, oluk, kanalı, kanallı, bir kanal, channel

κανάλι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проходе, шпунт, канал, паз, прохід, фарватер, шлях, розтікатися, швелер

κανάλι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kanal, kanali, kanali i, channel, kanalin

κανάλι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
канал, канала, канали, канален, на канала

κανάλι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ланцуг, канал, канале, канала

κανάλι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kanal, väin, suunama, kanali, kanalit, kanaliga, kanalil

κανάλι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prokop, rov, kanalu, kanal, zaljev, umjetni, jaz, kanala, kanalni, kanale

κανάλι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rás, sund, rásinni

κανάλι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fossa, canalis

κανάλι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kanalas, kanalo, kanalų, kanale, kanalą

κανάλι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kanāls, kanālu, kanāla, channel

κανάλι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
канал, каналот, канален, канали, канал за

κανάλι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
canal, canale, canal de, canalul, canalului

κανάλι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
program, kanál, kanal, kanala, kanalni, channel, kanalov

κανάλι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kanál, program, channel, kanálu, kanáli

Στατιστικά δημοτικότητας: κανάλι

Τυχαίες λέξεις