Λέξη: εγκάθετος
Σχετικές λέξεις: εγκάθετος
εγκάθετος ορισμός, εγκάθετος λεξικό
Μεταφράσεις: εγκάθετος
εγκάθετος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
clapper, heckler, Sit
εγκάθετος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lengua, sentarse, sentar, Siéntese, Siéntate, Sit
εγκάθετος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zunge, klöppel, beifallklatscher, glockenklöppel, sprache, zwischenrufer, sitzen, setzen, Lehnen, Lehnen Sie, sitzen Sie
εγκάθετος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
parole, tapageur, langue, crécelle, claquette, se asseoir, siéger, asseoir, s'asseoir, Asseyez
εγκάθετος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lingua, sedersi, Sit, sedere, Sedetevi, Siediti
εγκάθετος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
idioma, língua, linguagem, sentar-se, sentar, Sente
εγκάθετος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spraak, taal, tong, zitten, zit, te zitten, Sit, gaan zitten
εγκάθετος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
клакер, язык, речь, колотушка, трещотка, сидеть, Сядьте, сесть, Сидите, Sit
εγκάθετος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
språk, tunge, sitte, Sitt, Len deg, sitter, Sit
εγκάθετος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
språk, sitta, Sitt, Luta dig, sit, Luta
εγκάθετος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kieli, istua, Istu, Sit, istumaan, istuvat
εγκάθετος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tunge, sidde, Læn dig, Sid, Sit, Sæt dig
εγκάθετος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jazyk, výtržník, klepačka, řehtačka, sedět, Posaďte, Pohodlně se, Posaď, sednout
εγκάθετος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
grzechotka, krzykacz, jęzor, siedzieć, posiedzieć, Usiądź, usiąść, Sit
εγκάθετος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
harangnyelv, ül, ülj, ülni, üljön, sit
εγκάθετος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dil, söz, oturmak, oturup, sit, yaslanın, yaslanarak
εγκάθετος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тріщати, клакер, мову, тріскотіти, тріскачка, сидіти, сидітиме, сидітимуть
εγκάθετος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjuhë, ulem, Uluni, Ulu, ulen, të ulen
εγκάθετος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
език, седя, Седнете, Поседнете, Седни, Седи
εγκάθετος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
язык, сядзець, і сядзець
εγκάθετος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vahelehüüdja, istuma, istuda, istu, istuvad, sit
εγκάθετος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zvečka, čegrtaljka, sjediti, sjesti, Sjednite, Sjedi, Sjedni
εγκάθετος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Sit, sitja, setjast, Sestu, að sitja
εγκάθετος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
liežuvis, sėdėti, sėdi, Sit, pasėdėti, atsisėsti
εγκάθετος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mēle, sēdēt, Sit, sēž, Apsēdieties, apsēsties
εγκάθετος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
јазик, Седнете, седат, Седи, Опуштете, Седни
εγκάθετος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
limbă, sta, Stai, Sit, Oaspeții, Așezați
εγκάθετος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sit, Usedi, sedeti, sedite, sedi
εγκάθετος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
provokatér, výtržník, sedieť, Meditácia
Τυχαίες λέξεις