Меньшинство στα ελληνικά

Μετάφραση: меньшинство, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων
Меньшинство στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взыскивать στα ελληνικά - σφίγγω, φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, ανάκτηση, ανακτήσει, ...
  • выгодно στα ελληνικά - επικερδώς, κερδοφόρα, επωφελώς, αποδοτικά, επικερδή
  • голография στα ελληνικά - ολογραφία, ολογραφίας, η ολογραφία, την ολογραφία, κβαντικής ολογραφίας
  • джордж στα ελληνικά - Γεώργιος, Γιώργος, George, Γεωργίου, Γιώργο
Τυχαίες λέξεις
Меньшинство στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μειοψηφία, μειονότητα, μειονότητας, μειοψηφίας, μειονοτήτων