Λέξη: πάλι

Σχετικές λέξεις: πάλι

πάλι από την αρχή στίχοι, πάλι πάλι, πάλι θα κλάψω στίχοι, πάλι από την αρχή mega, πάλι τον καύκον έπιες πάλιν τον νουν απώλεσας, πάλι απ' την αρχή, πάλι από την αρχή, πάλι θα κλάψω, πάλι γυρνάς στο μυαλό μου, πάλι μεθυσμένος είσαι

Συνώνυμα: πάλι

εντός ολίγου, ξανά, εκ νέου

Μεταφράσεις: πάλι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
anew, again, once again, back, still, re
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
nuevamente, de nuevo, otra vez, nuevo, más
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nochmals, abermals, wieder, zurück, wiederum, erneut, einmal
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
encore, de nouveau, nouveau, à nouveau, fois
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
di nuovo, ancora, nuovamente, nuovo, volta
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ainda, novamente, novo, de novo, outra vez, vez
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wederom, alweer, weder, nogmaals, opnieuw, weer, meer
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вновь, наново, снова, часто, вторично, тоже, по-новому, заново, опять, сызнова, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pånytt, igjen, nytt, på nytt, gang, en gang
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
igen, ånyo, nytt, gång, återigen, åter
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jälleen, toistamiseen, uudelleen, uudestaan, taaskin, taas, kerran
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
igen, gang, en gang, ny
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
opět, zase, znovu, to znovu, ještě jednou
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powtórnie, znów, ponownie, również, znowu, więcej, jeszcze raz
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megint, újfent, újból, újra, ismét, ismételten
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tazeden, yene, tekrar, yine, yeniden, daha, bir daha
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заново, часто, знову, ж, наново, знов, дорожче, часто-густо, по-новому, же
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sërisht, përsëri, prapë, sërish, herë, një herë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отново, снова, пак, веднъж, отново се
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
яшчэ, зноў, ізноў, зноўку, снова
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uuesti, jälle, veel, uutmoodi, taas, kord
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ponovo, iznova, ponovno, opet, uz, jednom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aftur, ný, á ný, og aftur, nýju
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
iterum, rursus, denuo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vėl, dar kartą, kartą, naujo, iš naujo
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atkal, vēlreiz, jauna, atkārtoti, no jauna
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
повторно, еднаш, уште еднаш, повторно се, пак
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
din nou, nou, dată, o dată
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spet, znova, zase, še enkrat, ponovno, zopet
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opäť, zase, zas, znovu, znova, opätovne, ešte raz

Στατιστικά δημοτικότητας: πάλι

Τυχαίες λέξεις