Мицелий στα ελληνικά
Μετάφραση: мицелий, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεννοβολώ, γεννώ, μυκήλιο, μυκηλίου, μυκήλιον, μυκηλίων, μυκήλλιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выпрягать στα ελληνικά - ανεξέλεγκτη
- выпученный στα ελληνικά - διογκώνοντας, διόγκωση, εξογκώματος, διόγκωσης, εξογκωμένο
- денис στα ελληνικά - Denis, Ντένις, Ο Denis, τον Denis, του Denis
- доказывать στα ελληνικά - απόδειξη, υποβάλλω, επιχειρηματολογώ, υποστηρίζω, μαρτυρία, τεκμηριώνω, αιτία, ...
Τυχαίες λέξεις
Мицелий στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεννοβολώ, γεννώ, μυκήλιο, μυκηλίου, μυκήλιον, μυκηλίων, μυκήλλιο
Μεταφράσεις: γεννοβολώ, γεννώ, μυκήλιο, μυκηλίου, μυκήλιον, μυκηλίων, μυκήλλιο