Λέξη: μεταλλουργία

Σχετικές λέξεις: μεταλλουργία

μεταλλουργία χρυσού, μεταλλουργία αττικής, μεταλλουργία χαλκού, μεταλλουργία μολύβδου, μεταλλουργία στην αρχαία ελλάδα, μεταλλουργία μάνδρας, μεταλλουργία βοιωτίας, μεταλλουργία σιδήρου, μεταλλουργία θεσσαλιας, μεταλλουργία αττικής α ε

Μεταφράσεις: μεταλλουργία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
metallurgy, smithing, metal, metallurgical, sheet metal
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
metalurgia, la metalurgia, metalúrgica, metalurgia de, metalurgia del
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
metallurgie, Metallurgie, der Metallurgie, Metallurgie-, Hüttenwesen
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
métallurgie, la métallurgie, métallurgie des, métallurgique, de la métallurgie
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
metallurgia, la metallurgia, metallurgia delle, della metallurgia, metallurgico
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
metalurgia, metalurgia do, a metalurgia, metalurgia básica, metalúrgica
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
metallurgie, Metaalindustrie, de metallurgie, Gids Metaalindustrie, metaalbewerking
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
металлургия, металлургии, металлургической, металлургическая, металлургию
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
metallurgi, produksjon av metaller, for Metallproduksjon, av metaller, metallurgisk
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
metallurgi, metallurgiska, metallurgin, metallurg
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
metallurgia, metallurgian, metallurgia-, Metallurgy, Metallien
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
metallurgi, Metaludvinding, metalindustrien, Vejviser Metaludvinding, vejviseren Metaludvinding
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
metalurgie, hutnictví, Metalurgie, Seznam Metalurgie, hutní, metalurgii
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
hutnictwo, metalurgia, metaloznawstwo, metalurgii, hutnictwa, hutniczego
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kohászat, Gépgyártás, kohászati, a kohászat, kohászatából
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
metalurji, metalürji, metalurjisi, metalürjisi, olduğunuz Metalurji
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
металурги, металургія, Металургiйне виробництво, сталі та феросплавів
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
metalurgji, metalurgjisë, metalurgjia, metalurgjike, e metalurgjisë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
металургия, металургията, металургичен, металургичната
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
металургія
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
metallurgia, masinad, metallide, metalli-, metallurgia-
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
metalurgija, metalurgije, Metalurgija za, metalurgiji, je metalurgija
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
slu, Málmfræði, málmvinnslu, bræðslu, Málmvinnsla
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
metalurgija, metalurgijos, metalų gamyba, Metalų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
metalurģija, metalurģijas, metalurģijā
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
металургијата, металургија, метали, металуршкиот, металуршки
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
metalurgie, metalurgia, metalurgiei, metalurgică, industria metalurgică
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
metalurgija, metalurgije, kovinarstvo, metalurgijo, metalurški
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
metalurgie, hutníctvo, hutníctva, hutníctve, kovopriemyslu, metalurgia
Τυχαίες λέξεις