Λέξη: σκεπή

Σχετικές λέξεις: σκεπή

σκεπή από πάνελ, σκεπή του παρθενώνα, σκεπή πάνελ, σκεπή κόστος, σκεπή συνώνυμα, σκεπή μου εσύ βροχή μου εσύ, σκεπή με καλάμια, σκεπή με κεραμίδια, σκεπή ονειροκρίτης, ξύλινη σκεπή

Συνώνυμα: σκεπή

άσυλο, υπανδρεία

Μεταφράσεις: σκεπή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
roof, housetop, the roof, a roof, roof of
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
techo, tejado, techado, azotea, terrado, zaquizamí
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
überdachen, autodach, dach, Hausdach, Dach, housetop, Dache
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
toiture, plafond, toit, housetop
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tetto, housetop, carving
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cobrir, teto, tecto, telhado, roma, eirado, housetop
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dak, overkapping, kap, housetop, dak is, dak bevindt
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кровля, убежище, кров, империал, навес, приют, прибежище, крыть, крыша, кровле
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
housetop, taket, taket for, hustak
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tak, housetop, HUSTAK, taket för, hustaket, taket skall
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katto, ulkokatto, housetop, katolla, vaiheilla katolle, katolle
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tag, Taget, Taget for
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
střecha, střeše
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
podniebienie, dach, zadaszenie, housetop
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fedél, háztetőn, housetop, lakni, háztetõn, háznak felsõ
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dam, çatı, housetop
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
притулок, дах, стріха, покрівля, імперіал, цегла, крівля, покрівлю, кровля
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çati, çatinë, çatinë e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
покрив, къщния покрив, покрива, къщния покрив да, покрива на къщата
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
столь, дах, страха
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
katus, Katus, katusel, katusele
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krovištem, utočište, vrh kuće
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þak, þaki, þaki uppi
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stogas, Stogų
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jumts
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кровот, покривот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acoperiş, acoperiș
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krov, streha, strehi
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
strecha, streche, strechu
Τυχαίες λέξεις