Молоденький στα ελληνικά
Μετάφραση: молоденький, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μικρός, νέος, ένας νεαρός, ένας νέος, μια νεαρή, ένα νεαρό, μια νέα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вкладчик στα ελληνικά - επενδυτής, επενδυτή, επενδυτών, των επενδυτών, επενδυτές
- высокий στα ελληνικά - οξυδερκής, βαρύς, οξύς, πανύψηλος, αλύγιστος, έντονος, άκαμπτος, ...
- дальнейший στα ελληνικά - περαιτέρω, παραπέρα, μακρύτερος, μεταγενέστερος, επιπλέον, περισσότερες, την περαιτέρω, ...
- забить στα ελληνικά - πρόκα, σκοτώνω, νύχι, κριάρι, καρφί, εμβολίζω, σκορ, ...
Τυχαίες λέξεις
Молоденький στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μικρός, νέος, ένας νεαρός, ένας νέος, μια νεαρή, ένα νεαρό, μια νέα
Μεταφράσεις: μικρός, νέος, ένας νεαρός, ένας νέος, μια νεαρή, ένα νεαρό, μια νέα