Λέξη: πρωταθλητής

Σχετικές λέξεις: πρωταθλητής

πρωταθλητής εφημερίδα, πρωταθλητής καλλιθέας, πρωταθλητής ελλάδος στο θαλάσσιο σκι με τον ναυτικό όμιλο βουλιαγμένης, πρωταθλητής ο ολυμπιακός, πρωταθλητής εφημερίδα τηλέφωνο, πρωταθλητής ευρώπης ολυμπιακός, πρωταθλητής ευρώπης, πρωταθλητής ευρώπης ο ολυμπιακός, πρωταθλητής μπάσκετ 2012, πρωταθλητής στο σκάκι από το 1985 έως το 1993

Συνώνυμα: πρωταθλητής

υπερμεγέθης, υπερασπιστής

Μεταφράσεις: πρωταθλητής

πρωταθλητής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
champion, champ, a champion, champion of

πρωταθλητής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
campeón, campeón de, campeón del, campeona, el campeón

πρωταθλητής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sachwalter, meister, champion, paladine, Champion, Meister, Weltmeister

πρωταθλητής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
recordman, maître, combattant, tenant, champion, défenseur, championne, champion de, le champion, champion du

πρωταθλητής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fuoriclasse, campione, paladino, campione del, campione di, campionessa, il campione

πρωταθλητής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
campeão, campeão do, campeã, campeão de, campeão dos

πρωταθλητής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
titelhouder, kampioen, voorvechter, kampioen van, champion, kampioen te

πρωταθλητής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
борец, чемпион, рекордист, мастер, защитник, рекордсмен, поборник, чемпионом, весе, чемпиона, чемпионка

πρωταθλητής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mester, champion, mesteren, forkjemper

πρωταθλητής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mästare, champion, mästaren, förkämpe

πρωταθλητής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
esitaistelija, mestari, kannattaja, sankari, kannattaa, voittaja, champion, mestarin, mestariksi, valio

πρωταθλητής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mester, champion, forkæmper, mesteren, vinder

πρωταθλητής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rekordman, obránce, zastánce, bojovník, vítěz, mistr, přeborník, šampión, šampion, šampionem

πρωταθλητής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
obrońca, czempion, bojownik, rekordzista, mistrz, Champion, mistrzem, mistrza, mistrzyni

πρωταθλητής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bajnok, bajnoka, bajnoki, champion, győztes

πρωταθλητής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şampiyon, şampiyonu, Champion, şampiyonudur, şampiyonu olan

πρωταθλητής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
чемпіон, захисник

πρωταθλητής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kampion, kampioni, kampion i, kampioni i, kampione e

πρωταθλητής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
шампион, шампионка, шампион по, шампион на, шампиона

πρωταθλητής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чэмпіён

πρωταθλητής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
meister, parim, champion, tšempion, meistriks, võitleja

πρωταθλητής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
šampion, nositelj, prvak, zaštitnik, pobjednik, Champion, prvakinja, prvaka

πρωταθλητής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
meistari, kappi

πρωταθλητής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kovotojas, čempionas, čempionu, čempionė, čempionų, čempiono

πρωταθλητής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
čempions, čempionu, čempione, champion

πρωταθλητής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шампион, шампионка, шампионот, првак, шампион во

πρωταθλητής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
expert, campion, campioana, campionul, campioană, campion de

πρωταθλητής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
borec, šampión, prvak, prvakinja, champion, šampion, prvaka

πρωταθλητής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
borec, šampión, majster, veliteľ

Στατιστικά δημοτικότητας: πρωταθλητής

Τυχαίες λέξεις