Монопольный στα ελληνικά

Μετάφραση: монопольный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής
Монопольный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • активист στα ελληνικά - ακτιβιστής, ακτιβιστή, ακτιβίστρια, ακτιβιστών, ενεργό
  • вика στα ελληνικά - βίκος, λαθούρι, βίκου, βίκο, ο βίκος
  • выгнуться στα ελληνικά - σκύβω, καμπυλώνω, κυρτώνω, καμπύλη, στροφή, καμπυλώνεται, γέρνω, ...
  • высь στα ελληνικά - ύψος, ύψους, το ύψος, ύψος του, του ύψους
Τυχαίες λέξεις
Монопольный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκλειστικότητα, αποκλειστικός, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής