Λέξη: μπαούλο

Σχετικές λέξεις: μπαούλο

μπαούλο κήπου, μπαούλο αποθήκευσης εσωτερικού χώρου, μπαούλο ξύλινο, μπαούλο τραπέζι, μπαούλο κήπου hollywood keter, μπαούλο ικεα

Συνώνυμα: μπαούλο

στήθος, κιβώτιο, κασσέλα, κομό, στέρνο, κορμός, προβοσκίδα, προβοσκίδα ελέφαντος, πορτ-μπαγκάζ

Μεταφράσεις: μπαούλο

μπαούλο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
trunk, chest, treasure chest, the trunk

μπαούλο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
trompa, baúl, tronco, pecho, el pecho, tórax, del pecho, de pecho

μπαούλο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
baumstamm, körper, rumpf, rüssel, torso, stamm, koffer, kofferraum, schrankkoffer, schwertkasten, amt, Brust, der Brust, Brustkorb

μπαούλο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
trompe, torse, buste, malle, coffre, bahut, fuselage, souche, valise, tronc, poitrine, la poitrine, thoracique, thorax

μπαούλο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tronco, fusto, bagagliaio, torso, baule, cassa, petto, torace, toracico, al petto

μπαούλο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
baú, focinho, rosto, tronco, truncar, tromba, truncado, peito, tórax, caixa, no peito, torácica

μπαούλο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slurf, romp, tromp, olifantssnuit, boomstam, stam, borst, borstkas, kist, de borst, op de borst

μπαούλο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хобот, ствол, поток, сундук, баул, желоб, чемодан, торс, шина, штамб, туловище, лесина, трок, труба, магистраль, корпус, грудь, груди, в груди, грудной клетки, грудной

μπαούλο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kropp, koffert, snabel, stamme, brystet, bryst, fargede, kiste

μπαούλο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
koffert, trädstam, torso, snabel, bröst, bröstet, bröstkorgen, bröstkorg

μπαούλο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
runko, kärsä, matkalaukku, arkku, torso, rinta, rinnassa, rintakehän, rinnan, rintaan

μπαούλο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krop, bul, kuffert, legeme, stamme, torso, bryst, brystet, kiste, i brystet, brystkassen

μπαούλο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kmen, truhla, trup, chobot, kufr, poprsí, peň, hruď, hrudi, hrudníku, na hrudi

μπαούλο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kufer, trąba, bagażnik, tors, trzon, magistrala, skrzynka, pniak, pysk, waliza, pień, zrąb, tułów, kadłub, korpus, skrzynia, pierś, piersiowy, klatki piersiowej, chest

μπαούλο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
utazóláda, iszapvályú, idegtörzs, torzó, koffer, pillértörzs, oszloptörzs, értörzs, mellkas, mellkasi, mellkasát, mellkasa, mellkasán

μπαούλο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sandık, gövde, göğüs, akciğer, toraks, gö¤üs

μπαούλο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
труба, корпус, стовбур, жолоб, магістральний, груди, грудь

μπαούλο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
trung, gjoks, gjoksi, gjoksin, kraharori, gjoks të

μπαούλο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
корпус, гръден кош, сандък, гърдите, в гърдите, гръдния кош

μπαούλο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ствол, грудзі

μπαούλο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rind, rinnus, rindkere, rindkeres, rinna

μπαούλο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
deblo, dalekovod, sanduk, stablo, grudi, kovčeg, prsima, u prsima

μπαούλο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bolur, brjósti, fyrir brjósti, brjóstverkur, brjóst, bringu

μπαούλο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
proboscis

μπαούλο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
liemuo, kūnas, kamienas, dėžė, skrynia, krūtinės ląsta, krūtinės, krūtinėje

μπαούλο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ķermenis, krūtis, lāde, krūtīs, krūšu, krūškurvja

μπαούλο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
градите, во градите, градниот кош, на градите, градна

μπαούλο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cufăr, trunchi, trompă, corp, piept, pieptul, în piept, toracică, in piept

μπαούλο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trup, prsih, v prsih, prsi, prsnega koša, prsnem košu

μπαούλο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kmeň, držadlo, trup, truhla, hruď, hrude, hrudník, prsia, hrudi

Στατιστικά δημοτικότητας: μπαούλο

Τυχαίες λέξεις