Моральный στα ελληνικά

Μετάφραση: моральный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πνευματικός, ηθικός, ηθικό δίδαγμα, ηθική, ηθικό, ηθικής
Моральный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • банальный στα ελληνικά - κοινός, κοινότυπος, διαμέρισμα, ασήμαντος, απόθεμα, τετριμμένος, παρακρατώ, ...
  • боязливость στα ελληνικά - δειλία, ατολμία, συστολή, τη δειλία, ατολμίας
  • голубизна στα ελληνικά - γαλανός, κυανός, γαλάζιος, μπλε, γαλάζιο, γαλάζια, το μπλε, ...
  • жилец στα ελληνικά - νοικάρης, κάτοικος, κολίγας, ένοικος, πολίτης, κάτοχος, μόνιμος, ...
Τυχαίες λέξεις
Моральный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πνευματικός, ηθικός, ηθικό δίδαγμα, ηθική, ηθικό, ηθικής