Λέξη: πολεμιστής

Σχετικές λέξεις: πολεμιστής

πολεμιστής του φωτός, πολεμιστής tattoo, σπαρτιάτης πολεμιστής, πολεμιστής στον άνεμο, ειρηνικός πολεμιστής, πολεμιστής pronunciation, πολεμιστήσ στον ήλιο, πολεμιστής meaning, αυριανόσ πολεμιστήσ, ψυχικόσ πολεμιστήσ

Συνώνυμα: πολεμιστής

μαχητής, αγωνιστής, καταδιωκτικό αεροπλάνο, μάχιμος

Μεταφράσεις: πολεμιστής

πολεμιστής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
warrior, combatant, fighter, a warrior

πολεμιστής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
guerrero, guerrera, guerrero del, guerrero de, del guerrero

πολεμιστής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
krieger, Krieger, Kriegers, warrior

πολεμιστής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soldat, guerrier, combattant, guerrière, guerriers, warrior

πολεμιστής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
guerriero, guerriera, warrior, guerrieri, del guerriero

πολεμιστής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
guerreiro, guerreiro do, guerreira, do guerreiro, warrior

πολεμιστής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
krijger, strijder, warrior, strijder van, van de Strijder

πολεμιστής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
вояка, воин, ратник, богатырь, воитель, боец, воином, воина, воинов

πολεμιστής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kriger, warrior, krigeren

πολεμιστής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
krigare, krigaren, warrior, krigar

πολεμιστής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
soturi, sotilas, Warrior, soturin

πολεμιστής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kriger, Warrior, krigeren

πολεμιστής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bojovník, vojín, voják, válečnický, válečník, válečníkem, bojovníkem, warrior

πολεμιστής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wojownik, wojak, wojownikiem, warrior, wojownika

πολεμιστής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
harcos, warrior, harcost, harcosnak

πολεμιστής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
savaşçı, warrior, bir savaşçı, savaşçısı

πολεμιστής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непримиренний, суперечливий, воюючий, непримиримий, воїн, вояк, воин

πολεμιστής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
luftëtar, Warrior, luftëtar i, njeri i, luftëtarit

πολεμιστής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
боец, войн, воин

πολεμιστής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
воін, ваяр

πολεμιστής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
magala, sõdalane, warrior, sõdalase, sõjamees

πολεμιστής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ratnik, Warrior, ratnika, borac, ratnica

πολεμιστής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kappinn, Warrior, stríðsmaður, kappi, hermaður

πολεμιστής στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
bellator

πολεμιστής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
karys, Warrior, kariai, galiūnas

πολεμιστής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
karavīrs, cīnītājs, kareivis, warrior, karotājs

πολεμιστής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
воин, воинот, војник, Warrior, војникот

πολεμιστής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
războinic, Warrior, razboinic, luptător, luptator

πολεμιστής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bojevnik, warrior, vojščak, bojevnika

πολεμιστής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bojovník, válečník, Warrior
Τυχαίες λέξεις