Мощность στα ελληνικά
Μετάφραση: мощность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύρος, τιμή, εκτίμηση, παραγωγή, αναλογία, χωρητικότητα, δασμοί, εξουσία, δύναμη, καθήκον, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бургомистр στα ελληνικά - δήμαρχος
- вепрь στα ελληνικά - κάπρος, χοίρος, μπάλα, τη μπάλα, αγριογούρουνο
- возгораться στα ελληνικά - διεγείρω, εξάπτω, παγανίζω, ανάβω, επιδιώκω, ασκώ, εξάπτομαι, ...
- гематология στα ελληνικά - αιματολογία, αιματολογίας, αιματολογικές, αιματολογικό, αιματολογικούς
Τυχαίες λέξεις
Мощность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύρος, τιμή, εκτίμηση, παραγωγή, αναλογία, χωρητικότητα, δασμοί, εξουσία, δύναμη, καθήκον, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Μεταφράσεις: κύρος, τιμή, εκτίμηση, παραγωγή, αναλογία, χωρητικότητα, δασμοί, εξουσία, δύναμη, καθήκον, ισχύς, ισχύος, ισχύ