Λέξη: επιπόλαια

Συνώνυμα: επιπόλαια

βιαστικά, τυπικά, απρόθυμως

Μεταφράσεις: επιπόλαια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lightly, trivially, perfunctorily, casually, frivolous
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ligeramente, trivialmente, trivial, forma trivial, manera trivial, triviales
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
leicht, trivial, trivialer, trivialerweise, trivialer Weise
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
légèrement, trivialement, triviale, banalement, trivial, façon triviale
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
banalmente, banale, e banale, trivialmente
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
levemente, farol, trivialmente, trivially, trivial, banalmente
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwak, licht, lichtjes, zwakjes, triviaal, trivially, kinderlijk, onbelangrijk, triviale
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
несерьезно, легкомысленно, слегка, необдуманно, безразлично, незначительно, беспечно, легко, тривиально, тривиальным, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
trivially, trivielt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trivialt, trivially
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kevyesti, trivially, triviaalisesti, triviaalisti
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
trivielt, trivially
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lehce, slabě, zlehka, triviálně, trivially, triviálním, triviální, triviálním zásahem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lekceważąco, jasno, lekko, trywialnie, banalnie, trywialny, trivially, banalny
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felszínesen, triviálisan, triviális, triviális módon, a triviális
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
trivially, kolayca oynanabilecek, ve trivially, gereksiz parçalara
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
світленький, тривіально, елементарно, тривіальне
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lehtë, trivially
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тривиално, банално, тривиален, тривиални
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
трывіяльна, элементарна
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kergelt, triviaalselt
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lako, površno, olako, trivijalno, trivially
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
trivially
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
leviter
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
banaliai, funkcionalumą lengvai, trivially, jos funkcionalumą lengvai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trivially
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тривијално
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
trivial, trivially, banal, mod trivial, trivial de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
trivially, površno
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
triviálne
Τυχαίες λέξεις