Муссировать στα ελληνικά
Μετάφραση: муссировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραλέω, υπερβάλλω, μασάζ, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- валик στα ελληνικά - άξονας, μπικουτί, κύλινδρος, ταινία, μαξιλάρι, κυλίνδρου, κύλινδρο, ...
- выбрасываемый στα ελληνικά - διαθέσιμο, μίας χρήσης, διαθέσιμου, μιας χρήσης, χρήσεως
- дебитор στα ελληνικά - οφειλέτης, οφειλέτη, του οφειλέτη, χρεώστη, υπόχρεος
- желтый στα ελληνικά - κίτρινος, κεχριμπάρι, πορτοκαλί, δειλός, κίτρινο, την κίτρινη, κίτρινη, ...
Τυχαίες λέξεις
Муссировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραλέω, υπερβάλλω, μασάζ, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν
Μεταφράσεις: παραλέω, υπερβάλλω, μασάζ, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν