Λέξη: μάνα

Σχετικές λέξεις: μάνα

μάνα μητέρα μαμά, μάνα μου ελλάς, μάνα γη, μάνα που ζω, μανα μου τα κλεφτόπουλα, μάνα θα πάω στα καράβια, μάνα ηρέμησα και δεν πονάω πια, μάνα μας κλέψαν το τρακτέρ, μάνα με τους εννιά σου γιους και με τη μια σου κόρη, μάνα κουράγιο

Συνώνυμα: μάνα

μητέρα, μητήρ

Μεταφράσεις: μάνα

μάνα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mum, mother, mana, dealer, mom

μάνα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
mamá, mamaíta, madre, la madre, materna

μάνα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mama, mutti, still, mami, chrysantheme, Mutter, die Mutter

μάνα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
paisible, maman, feutré, calme, doux, bas, tacite, tranquille, silencieux, mère, la mère, maternelle

μάνα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mamma, madre, la madre, materno

μάνα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
mãezinha, mãe, matriz, a mãe, materna

μάνα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
mama, mammie, mamma, moeder, de moeder

μάνα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
молчаливый, мамочка, мать, матери, мама, матерью

μάνα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mor, moren, mors

μάνα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mamma, mor, modern, moder, mamman

μάνα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
äänetön, vaieta, äiti, äitinsä, äidin, äidille, äitini

μάνα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mor, moderen, moder, moderens

μάνα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mami, tichý, mamka, mlčící, máma, maminka, matka, matkou, matku, matky

μάνα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cichy, mama, mamusia, niemy, mamunia, matka, matki, matką, matkę

μάνα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
anya, anyja, édesanyja, anyját, anyád

μάνα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
anne, annesi, ana, annem, annenin

μάνα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
багатоокий, мати, матір, мать, мама

μάνα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
nënë, nëna, nëna e, nënën, ëma

μάνα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
майка, майката, на майка, майчин, майката на

μάνα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
маці, мать, мама

μάνα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ema, emale, emaga, emal, emalt

μάνα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mama, mamica, ćutljiv, pst!, majka, je majka, majke, majku

μάνα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
móðir, móður, mamma, móðirin, að móðir

μάνα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
motina, mama, motinos, gimtoji, motiną

μάνα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
māte, mātes, mātei, māti, dzimtā

μάνα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мајка, мајката, мајчин, на мајка

μάνα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mamă, mama, mamei, maternă, pe mama

μάνα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
máma, mati, mama, mater, matere, materni

μάνα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
matka, mama, matky

Στατιστικά δημοτικότητας: μάνα

Τυχαίες λέξεις