Мутнеть στα ελληνικά
Μετάφραση: мутнеть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δένω, πληκτικός, ομίχλη, θαμπός, θολός, μουχρός, αμυδρός, θολωμένος, πυκνώνω, μουντός, πούσι, βαρετός, πήζω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аутригер στα ελληνικά - εξωτερικό στήριγμα ακάτου, Outrigger, με προώστες, ζυγοστάτη, το ζυγοστάτη
- везучий στα ελληνικά - τυχερός, τυχεροί, τυχεροί και, τυχερό, τυχερή
- вывинчиваться στα ελληνικά - έρχομαι, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, αντιμετωπίσει
- динамический στα ελληνικά - δυναμικός, δυναμική, δυναμικό, δυναμικής, δυναμικές
Τυχαίες λέξεις
Мутнеть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δένω, πληκτικός, ομίχλη, θαμπός, θολός, μουχρός, αμυδρός, θολωμένος, πυκνώνω, μουντός, πούσι, βαρετός, πήζω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Μεταφράσεις: δένω, πληκτικός, ομίχλη, θαμπός, θολός, μουχρός, αμυδρός, θολωμένος, πυκνώνω, μουντός, πούσι, βαρετός, πήζω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει