Λέξη: τυφλός

Σχετικές λέξεις: τυφλός

τυφλός άγγελος 1960, τυφλός άγγελος, τυφλός ψαράς, τυφλός ονειροκρίτης, τυφλός μαθητής λυκείου έγραψε 20 σε όλα τα μαθηματα, τυφλός τα τ'ωτα τον τε νουν τα τ ́όμματ ́ει, τυφλός βουλευτής, τυφλός τραγουδιστής, τυφλός συνώνυμα, τυφλός έκανε τατουάζ στον κολλητό του - δείτε το αποτέλεσμα

Συνώνυμα: τυφλός

αδιέξοδος, στραβός, αόμματος

Μεταφράσεις: τυφλός

τυφλός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blind, blank, a blank, blind man

τυφλός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
celosía, ciego, persiana, deslumbrar, cegar, ofuscar, ciega, ciegos, ciegas

τυφλός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blende, blind, schirm, vorhang, blenden, rollo, Blind, blinden, blinde, blinder

τυφλός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
jalousie, store, éblouir, aveugle, aveugler, cacher, aveugles, insu, blind

τυφλός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cieco, abbacinare, abbagliare, accecare, avvolgibile, blind, ciechi, cieca, vedenti

τυφλός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cortina, bloquear, cego, obcecar, cegar, cegos, cega, blind, cegas

τυφλός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verblinden, blinde, blind, blinden, dode, jaloezie

τυφλός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
занавеска, смутный, ширма, бленда, невнятный, тупик, слепить, неотчетливый, глухой, диафрагмировать, невидимый, матовый, невыразительный, слепец, тупоголовый, неясный, слепой, слепым, слепое, слеп, слепые

τυφλός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blind, blende, rullegardin, blinde

τυφλός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förblinda, rullgardin, blända, gardin, blind, blinda, mörken, blint, döda

τυφλός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sokaista, rullaverho, silmitön, häikäistä, sokea, blind, sokeita, sokeat

τυφλός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blind, blinde, blindt, det blinde

τυφλός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slepý, zaslepený, nevidomý, roleta, zaclonit, oslnit, oslepit, slepá, slepé, zaslepené, slepí

τυφλός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zabezpieczyć, zamaskować, bezkrytyczny, ślepiec, ślepy, żaluzja, zasłona, ślepie, oślepić, niewidomy, roleta, ukryć, stora, oślepiać, niewidomych, w ciemno, ślepa

τυφλός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vászonroló, vakok, vak, a vak, vakon

τυφλός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kor, kör, kör bir, blind

τυφλός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ширма, сліпа, бленда, сліпий, невиразний, глухої, сліпої, сліпою, сліпій

τυφλός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
verbër, qorr, i verbër, të verbër, verbërit, e verbër

τυφλός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сляп, сляпо, слепи, сляпа, сляпата

τυφλός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сьляпы, сляпой, сляпы, сьляпой, сляпое

τυφλός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pimestama, pime, tagaaknal, pimedatele, pimedad, pimedate

τυφλός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slijep, zastor, zavjesa, slijepih, slijepi, slijepa, slijepe, slijepo

τυφλός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gluggatjald, blindur, blindir, blinda, blindum, blindu

τυφλός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
caecus

τυφλός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aklas, užuolaida, akliesiems, akli, aklai, aklo

τυφλός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
akls, neredzīgs, akli, blind, aklā, akla

τυφλός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слепи, слеп, слепа, слепите, слепо

τυφλός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
orb, oarbă, orbi, blind

τυφλός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slep, blind, slepi, slepa, slepe

τυφλός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
slepý, slepá, slepého, slepú, slepej

Στατιστικά δημοτικότητας: τυφλός

Τυχαίες λέξεις