Мушкет στα ελληνικά

Μετάφραση: мушкет, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μουσκέτο, τουφέκι, μουσκέτων, μουσκέτα, των μουσκέτων
Мушкет στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • быстрорастворимый στα ελληνικά - στιγμιαίος, στιγμή, άμεση, άμεσων, στιγμιαία, άμεσα
  • виртуоз στα ελληνικά - ειδικός, εμπειρογνώμων, εμπειρογνώμονας, βιρτουόζος, δεξιοτέχνη, δεξιοτέχνης, βιρτουόζο, ...
  • глубиномер στα ελληνικά - βαθύμετρο, βυθόμετρο, μετρητή βάθους, μετρητής βάθους, του μετρητή βάθους
  • гуттуральный στα ελληνικά - λαρυγγικός, gutturalny
Τυχαίες λέξεις
Мушкет στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μουσκέτο, τουφέκι, μουσκέτων, μουσκέτα, των μουσκέτων