Λέξη: προσωπικό
Σχετικές λέξεις: προσωπικό
προσωπικό νεύρο ανατομία, προσωπικό ασφαλείας σε απεργία, προσωπικό ημερολόγιο, προσωπικό ιδιωτικής ασφάλειας, προσωπικό ωροσκόπιο, προσωπικό ιδοχ, προσωπικό νεύρο, προσωπικό δάνειο, προσωπικό ασφαλείας, προσωπικό πλάνο ανάπτυξης
Συνώνυμα: προσωπικό
ράβδος, σκυτάλη, βακτήρια, πεντάγραμμα μουσικής, επιτελείο
Μεταφράσεις: προσωπικό
προσωπικό στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
staff, personnel, personal, staff of
προσωπικό στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
personal, personal de, el personal, del personal, personal del
προσωπικό στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
personalbestand, stab, belegschaft, personal, fakultät, Personal, Mitarbeiter, Mitarbeitern
προσωπικό στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
personnelle, canne, faculté, état-major, personnel, bâton, effectifs, service, le personnel, du personnel, personnel de, employés
προσωπικό στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
personale, staff, il personale, del personale, personale di
προσωπικό στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
faculdade, pessoal, pilha, equipe, funcionários, o pessoal, equipe de
προσωπικό στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
staf, faculteit, personeel, medewerkers, het personeel, personeelsleden
προσωπικό στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
флагшток, штаб, штат, кадры, древко, палка, поддержка, жезл, персонал, опора, дубина, посох, столп, сотрудники, персонала, персоналом
προσωπικό στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stokk, stang, personale, ansatte, stab, personalet, staff
προσωπικό στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stab, personal, personalen, anställda, personal som
προσωπικό στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
patukka, esikunta, henkilöstö, henkilökunta, sauva, henkilökunnan, henkilöstön, henkilöstöä
προσωπικό στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
personale, personalet, ansatte, medarbejdere, medarbejderstab
προσωπικό στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žerď, tyč, osazenstvo, obsluha, berla, klacek, hůl, personál, zaměstnanci, pracovníci, tým, personálu
προσωπικό στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sztab, obsadzać, personel, kadra, oś, pałka, załoga, kolektyw, służba, kadry, grono, obsługa, pracownicy, zespół, personelu
προσωπικό στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vezérkar, vonalrendszer, személyzet, munkatársak, alkalmazottak, személyzete, munkatársai, a személyzet
προσωπικό στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
personel, fakülte, personeli, staff, çalışanları
προσωπικό στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
древко, опертя, жезл, палиця, підтримка, співробітники, працівники, співробітників
προσωπικό στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fakultet, personel, stafi, personeli, stafi i, personeli i, stafit të
προσωπικό στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
персонал, персонала, служители, служителите, на персонала
προσωπικό στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
супрацоўнікі
προσωπικό στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
töötajad, personal, sau, töötajate, personali, töötajatele
προσωπικό στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
štap, kadar, motka, palica, uprava, jarbol, osoblje, osoblja, djelatnici, osoblju, zaposlenici
προσωπικό στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
manna, starfsfólk, boði, starfsmenn, starfsfólki, starfsmanna
προσωπικό στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
personalas, darbuotojai, personalo, darbuotojų, darbuotojams
προσωπικό στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
personāls, štats, fakultāte, darbinieki, personāla, darbiniekiem, personālu
προσωπικό στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вработените, персонал, персоналот, вработени, кадар
προσωπικό στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
facultate, personal, personalului, personalul, de personal, a personalului
προσωπικό στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
štáb, osebje, zaposleni, osebja, zaposlenih, uslužbenci
προσωπικό στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
štáb, personál, palica, tyč, zamestnanci, zamestnancami, pracovníci, zamestnancov, zamestnancovi
Στατιστικά δημοτικότητας: προσωπικό
Τυχαίες λέξεις