Мёд στα ελληνικά
Μετάφραση: мёд, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υδρομέλι, μέλι, μελιού, το μέλι, του μελιού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- абразивный στα ελληνικά - τραχύς, τραχιά, λειαντικά, λειαντικό, λειαντικών, αποξεστικό
- антропометрия στα ελληνικά - ανθρωπομετρία, ανθρωπομετρίας, την ανθρωπομετρία, η ανθρωπομετρία, ανθρωπομετρήσεις
- верста στα ελληνικά - φανέλα, φανελάκι, Verst
- джонка στα ελληνικά - σκουπίδια, junk, πρόχειρο, παλιοπραγμάτων, ανεπιθύμητης
Τυχαίες λέξεις
Мёд στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υδρομέλι, μέλι, μελιού, το μέλι, του μελιού
Μεταφράσεις: υδρομέλι, μέλι, μελιού, το μέλι, του μελιού