Наварить στα ελληνικά

Μετάφραση: наварить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτιάχνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, κάνω, αποκτούν, να αποκτήσουν, αποκτήσουν, αποκτά, αποκτήσει
Наварить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бутадиен στα ελληνικά - βουταδιένιο, βουταδιενίου, το βουταδιένιο, του βουταδιενίου
  • выжига στα ελληνικά - vyzhiga
  • выцедить στα ελληνικά - βασανιστήριο, μέγγενη, φίλτρο, ράφι, κρησαρίζω, διηθώ, σχάρα, ...
  • глухо στα ελληνικά - κουφός, κωφός, κωφών, κωφούς, κωφά
Τυχαίες λέξεις
Наварить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτιάχνω, κατασκευάζω, εξαναγκάζω, κάνω, αποκτούν, να αποκτήσουν, αποκτήσουν, αποκτά, αποκτήσει