Наврать στα ελληνικά

Μετάφραση: наврать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κείμαι, ψεύδομαι, πείτε, πει, πω, ενημερώσετε, να ενημερώσετε
Наврать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • античность στα ελληνικά - αρχαιότητα, την αρχαιότητα, αρχαιότητας, αρχαία
  • аффектация στα ελληνικά - επιτήδευση, εκζήτηση, νάζια, επηρεασμού, επηρεασμός, προσποίηση
  • двенадцатеричный στα ελληνικά - δωδεκάδικο, δωδεκάδικος
  • дуться στα ελληνικά - είμαι, σκυθρωπιάζω, βρίσκομαι, διανύω, θωπεύω, μελαγχολώ, μουτρώνω, ...
Τυχαίες λέξεις
Наврать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κείμαι, ψεύδομαι, πείτε, πει, πω, ενημερώσετε, να ενημερώσετε