Λέξη: απαισιόδοξος
Σχετικές λέξεις: απαισιόδοξος
αισιόδοξος λεξικό, απαισιόδοξοσ είναι ένασ καλά ενημερωμένοσ αισιόδοξοσ, απαισιόδοξος συνώνυμο
Μεταφράσεις: απαισιόδοξος
απαισιόδοξος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gloomy, pessimist, pessimistic, a pessimist, pessimistic about
απαισιόδοξος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tenebroso, tétrico, lóbrego, negro, triste, pesimista, pesimistas, pesimismo, pesimista se
απαισιόδοξος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
finster, trostlos, düster, dunkel, schwermütig, Pessimist, Pessimisten, pessimistisch, Schwarzseher
απαισιόδοξος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
obscur, maussade, foncé, nuageux, triste, funèbre, ténébreux, gris, lugubre, morne, sombre, pessimiste, pessimistes, pessimisme
απαισιόδοξος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
buio, cupo, accigliato, tetro, lugubre, pessimista, pessimisti, pessimist, pessimismo
απαισιόδοξος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sombrio, melancólico, desagradável, nebuloso, pessimista, pessimist, pessimistas, pessimismo
απαισιόδοξος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
triestig, somber, onaangenaam, droefgeestig, donker, betrokken, naargeestig, duister, bewolkt, troosteloos, akelig, pessimist, pessimistisch, zwartkijker, pessimistische, pessimisten
απαισιόδοξος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пасмурный, огорченный, темный, помертвелый, сумеречный, угрюмый, хмурый, унылый, мрачный, понурый, сумрачный, минорный, опечаленный, печальный, пессимист, пессимистом, пессимиста
απαισιόδοξος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dyster, pessimist, pessimisten, pessimistisk
απαισιόδοξος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trist, dyster, dunkel, mörk, pessimist, pessimisten, pessimistisk, pessimist som
απαισιόδοξος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
synkeä, kalsea, ikävä, kolkko, alakuloinen, karmea, synkkä, pessimisti, pessimistin, pessimist, pessimistinä, pessimistejä
απαισιόδοξος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pessimist, pessimistisk, pessimisten, pessimistiske
απαισιόδοξος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pošmourný, zachmuřený, šerý, pochmurný, zasmušilý, tmavý, chmurný, temný, ponurý, pesimista, pesimistou, pesimistka, Pesimisté
απαισιόδοξος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ponury, ciemny, grobowy, posępny, mroczny, pochmurny, szary, pesymista, pesymistą, pesymistką, pesymistę
απαισιόδοξος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyomasztó, mélabús, pesszimista, pesszimistának, borúlátó, pesszimisták
απαισιόδοξος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
karanlık, kötümser, karamsar, pessimist, pesimist, kötümsersin
απαισιόδοξος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
понурий, хмурий, сумовитий, засмучений, похмурий, песиміст, пессимист, песимістом
απαισιόδοξος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zymtë, pesimist, pesimiste, pesimistë, ndjellazi, pesimist lidhur
απαισιόδοξος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
песимист, песимистът, песимистка, песимисти
απαισιόδοξος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
тямны, песіміст
απαισιόδοξος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
morn, kurvastav, sünkpime, pessimist, pessimistiks, pessimistlik, pessimisti, veits pessimist
απαισιόδοξος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mračan, sumoran, pesimista, pesimist, pesimist se
απαισιόδοξος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svartsýnismenn, pessimist
απαισιόδοξος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tamsus, liūdnas, pesimistas, Pesimistai, Pessimist, Pesimists
απαισιόδοξος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pesimists, pesimistu, godīgs pesimists, pesimisti
απαισιόδοξος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
песимист
απαισιόδοξος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
întunecat, pesimist, pesimistă, pesimiste, pesimista, pesimism
απαισιόδοξος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pesimist, Pesimista
απαισιόδοξος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ponurý, pesimista
Τυχαίες λέξεις