Λέξη: ανήκω
Σχετικές λέξεις: ανήκω
ανήκω σε μένα μαζωνάκησ, ανήκω συνώνυμα, ανήκω σε μένα, ανήκω σε μένα στίχοι, ανήκω αλλού, ανήκω σε μια χώρα μικρή. ένα πέτρινο ακρωτήρι στη μεσόγειο, ανήκω συνώνυμο, ανήκω λεξικό, ανήκω κλίση, ανήκω σε μια χώρα μικρή
Συνώνυμα: ανήκω
είμαι κάτοικος χώρας, ταιριάζω, αρμόζω, προσήκω, αναφέρομαι
Μεταφράσεις: ανήκω
ανήκω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
belong, I belong, I am, I belong to, I am one
ανήκω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pertenecer, pertenecen, pertenecerá, pertenece, pertenezcan
ανήκω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gehören, gehört, angehören, gehöre
ανήκω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appartenir, appartenons, appartenez, appartiennent, appartiens, appartient, partie, appartenant
ανήκω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
appartenere, fanno parte, fanno, appartengono, appartiene
ανήκω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pertencer, pertencem, pertence, pertenço, pertencemos
ανήκω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
behoren, horen, behoort, deel uitmaken, toebehoren
ανήκω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
быть, помещаться, происходить, належать, принадлежать, относиться, находиться, принадлежат, относятся, принадлежит, относится
ανήκω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tilhøre, hører, tilhører, hører hjemme, høre
ανήκω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tillhör, hör, tillhöra, hör hemma, ingår
ανήκω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuulua, kuuluvat, kuulu, kuuluu, kuuluvan
ανήκω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilhører, hører, tilhøre, høre, hører hjemme
ανήκω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
příslušet, náležet, patřit, patří, náleží, nepatří
ανήκω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dotyczyć, należeć, pochodzić, odnosić, tyczyć, należą, należy, należące, należysz
ανήκω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tartoznak, tartozik, tartozó, tartozhat
ανήκω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ait, aittir, ait olan, mensup
ανήκω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поміщатись, поміщатися, міститися, міститись, належати, належатиме, належатимуть
ανήκω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përkas, përkasin, i përkasin, takojnë, i takojnë
ανήκω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
принадлежа, принадлежат, принадлежи, спадат, принадлежим
ανήκω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
належаць, прыналежаць, належыць
ανήκω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kuuluma, kuuluvad, kuulu, kuulub, kuuluda
ανήκω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pripadati, pripadaju, pripada, spadaju, pripadamo
ανήκω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tilheyra, tilheyrir, tilheyri, eiga, heima
ανήκω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priklausyti, priklauso, nepriklauso, priskiriami
ανήκω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
piederēt, pieder, tavu, ietilpst, pieder pie
ανήκω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
припаѓаме, припаѓаат, му припаѓаат, припаѓа, им припаѓаат
ανήκω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aparține, aparțin, parte, apartin, fac parte
ανήκω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pripadajo, pripadati, pripada, sodijo, spadajo
ανήκω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
patriť, zahŕňať, obsahovať