Надзирать στα ελληνικά

Μετάφραση: надзирать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτηρώ, επιβλέπω, παραγνωρίζω, εποπτεύω, παραβλέπω, εποπτεύει, επιβλέπει, εποπτεύουν, επιβλέπουν, επίβλεψη
Надзирать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • асимметричный στα ελληνικά - ασύμμετρη, ασύμμετρες, ασύμμετρο, ασύμμετρα, ασύμμετρης
  • афелий στα ελληνικά - αφήλιο, αφήλιο το, το αφήλιο, στο αφήλιο
  • будний στα ελληνικά - Ferial, Ferial συνοδεύεται
  • горн στα ελληνικά - κόρνα, φούρνος, σάλπιγγα, κλίβανος, σαλπίγγων, σάλπιγγας, σαλπίσματος
Τυχαίες λέξεις
Надзирать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτηρώ, επιβλέπω, παραγνωρίζω, εποπτεύω, παραβλέπω, εποπτεύει, επιβλέπει, εποπτεύουν, επιβλέπουν, επίβλεψη