Λέξη: απέριττος

Σχετικές λέξεις: απέριττος

απέριττος συνώνυμο, απέριττος σημασια, απέριττος translate

Συνώνυμα: απέριττος

άδολος, σαφής, καθαρός, απλός, σκέτος, αγνός, παρθένος, ενάρετος, λιτός, αυστηρός

Μεταφράσεις: απέριττος

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
chaste, austere, plain, unaffected
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
casto, casta, castos, castas, castidad
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rein, züchtig, keusch, keusche, keuschen, keusches, keuscher
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
chaste, pudique, innocent, virginal, chastes, chasteté
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
casto, casta, casti, caste, castità
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
puro, continente, pudico, casto, casta, castos, castas, pura
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kuis, eerbaar, ingetogen, rein, zedig, kuise, reine, chaste
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
добродетельный, невиновен, строгий, непорочный, девственный, целомудренный, простой, нетронутый, целомудренная, целомудренной, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kysk, kyske, ærbar, kyskhet, kyskt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kysk, ren, chaste, kyska, kyskt, kyskhet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siveä, puhdas, siveellinen, chaste, siveitä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kysk, kyske, ærbar, blufærdig, kyskhed
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
panenský, cudný, nevinný, počestná, cudná, cudné, ctnostná
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cnotliwy, niewinny, czysty, dziewiczy, czysta
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szemérmes, erkölcsös, szűzies, szűzi, szűz
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
namuslu, iffetli, chaste, iffetli bir, hayıt, sade
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
простий, строгий, невинний, простої, чистий, цнотливий, цнотлива, незайманий, ціломудренний
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i matur, i dëlirë, dëlirë, të dëlirë, e dëlirë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
целомъдрен, целомъдрени, целомъдрена, целомъдрено, непорочен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
цнатлівы, нявінны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vooruslik, karske, vooruslikud, kasinalt, rikkumatu, sündsate
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nevin, čist, čedan, krepostan, častan, čestita, kreposni
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skírlíf, chaste
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
castus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skaistus, skaisčią, tyras, chaste, neįmantrus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šķīsts, nevainīgs, šķīstiem, izturēts, šķīstas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
девствен, девственик, целомудрениот, непорочен, чиста
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
cast, castă, caste, chaste, caști
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Čist, chaste, deviška
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cudný, cudne
Τυχαίες λέξεις