Λέξη: περισυλλογή

Σχετικές λέξεις: περισυλλογή

περισυλλογή σημασια, περισυλλογη συνώνυμο, περισυλλογή κλαδιών, περισυλλογή αδέσποτων ζώων, περισυλλογή ετυμολογία, περισυλλογή εγκαταλελειμμένων αυτοκινήτων, περισυλλογή σκύλων, περισυλλογή αδέσποτων σκύλων, περισυλλογή λεξικό, περισυλλογή ορισμός

Συνώνυμα: περισυλλογή

ελάττωση εξόδων, συγκέντρωση

Μεταφράσεις: περισυλλογή

περισυλλογή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
contemplation, collecting, concentration, collection, meditation

περισυλλογή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
meditación, contemplación, recogiendo, la recogida, recolectar, recogida de, la recogida de

περισυλλογή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
meditation, nachsinnen, nachdenken, betrachtung, Sammel-, Sammeln, Sammeln von, Auffang

περισυλλογή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
recueillement, méditation, contemplation, recueil, ramassage, collection, collecte, la collecte

περισυλλογή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
meditazione, raccolta, la raccolta, raccogliere, raccogliendo, raccolta di

περισυλλογή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coletando, coleta, coletar, recolha, coleta de

περισυλλογή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verzamelen, het verzamelen, het verzamelen van, verzamelen van, verzamelt

περισυλλογή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
созерцание, раздумье, размышление, рассмотрение, ожидание, предположение, умствование, изучение, соображение, рассуждение, сбор, сбора, собирать, сборе, собирая

περισυλλογή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
betraktning, ettertanke, innsamling, samle, oppsamling, å samle, samle inn

περισυλλογή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
samla, uppsamling, insamling, samla in, att samla

περισυλλογή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarkastelu, keräily, kerätä, keräämällä, kerää, kerääminen

περισυλλογή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
indsamling, indsamle, at indsamle, indsamling af, opkrævning

περισυλλογή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
meditace, hloubání, kontemplace, úvaha, pozorování, rozjímání, sběrný, shromažďování, sběr, sběru, sbírání

περισυλλογή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kontemplacja, rozmyślanie, kontemplowanie, zbieranie, kolekcjonowanie, zbierania, gromadzenia, gromadzenie

περισυλλογή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szándékolás, gyűjtő, gyűjtése, beszedéséről, összegyűjtése, gyűjtésére

περισυλλογή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
toplama, toplanması, toplamak, toplayarak, toplamaya

περισυλλογή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
споглядання, сподівання, розгляд, припущення, збір, збирання, збору

περισυλλογή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mbledhjen, mbledhjen e, mbledhjes, mbledhjen e të, grumbullimin

περισυλλογή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
събиране, събиране на, събирането, събирането на, събира

περισυλλογή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
збор

περισυλλογή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mõtisklus, vaatlus, kogudes, koguda, kogumise, kogumiseks, kollektiivse

περισυλλογή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prikupljanja, prikupljanje, prikupljanjem, prikupljanju, skupljanje

περισυλλογή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
safna, að safna, því að safna, söfnun, safna saman

περισυλλογή στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
contemplatio

περισυλλογή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rinkti, rinkimo, surinkimo, renkant, surinkti

περισυλλογή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vākt, vācot, savācot, savākšanas, vākšanas

περισυλλογή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
собирање, собирање на, прибирање, собира, собираат

περισυλλογή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colectare, colectarea, de colectare, colectare a, colectarea de

περισυλλογή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zbiranje, zbiranjem, zbiranja, zbiranju, pobiranje

περισυλλογή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rozjímaní, zberný, zberné, hromadného, pomocou hromadného
Τυχαίες λέξεις