Накалить στα ελληνικά
Μετάφραση: накалить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λιώνω, ακονίζω, επιδεινώνω, τρίζω, αλέθω, ξύνω, αγγαρεία, λάμψη, λάμπουν, λάμπει, ανάβουν, πυράκτωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бедняга στα ελληνικά - δυστυχής, κακομοίρα, καημένη, καημένο, φτωχό πράγμα, καημένε
- безгрешный στα ελληνικά - αθώος, αγιοπρεπής, άγιος, αναμάρτητος, χωρίς αμαρτία, αναμάρτητη, αναμάρτητο, ...
- близнецы στα ελληνικά - δίδυμα, διδύμων, τα δίδυμα, δίδυμοι, δίδυμες
- десятиугольник στα ελληνικά - δεκαγώνο, δεκάγωνο
Τυχαίες λέξεις
Накалить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λιώνω, ακονίζω, επιδεινώνω, τρίζω, αλέθω, ξύνω, αγγαρεία, λάμψη, λάμπουν, λάμπει, ανάβουν, πυράκτωσης
Μεταφράσεις: λιώνω, ακονίζω, επιδεινώνω, τρίζω, αλέθω, ξύνω, αγγαρεία, λάμψη, λάμπουν, λάμπει, ανάβουν, πυράκτωσης