Λέξη: σοφίτα

Σχετικές λέξεις: σοφίτα

σοφίτα english, σοφίτα design, σοφίτα νοκ, σοφίτα στίχοι, σοφίτα κατασκευή, σοφίτα ορισμός, σοφίτα γοκ, σοφίτα μουζουράκης, σοφίτα ηρακλειδών 35, σοφίτα αυθαίρετα

Συνώνυμα: σοφίτα

πατάρι, υπερώων, ανώγειο πάτωμα, υπερώο, δίκλινη στέγη

Μεταφράσεις: σοφίτα

σοφίτα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
loft, attic, garret, mansard, the attic

σοφίτα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
desván, buhardilla, ático, del ático, el ático

σοφίτα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dachkammer, dachboden, bodenkammer, mansarde, speicher, boden, dachstube, Dachboden, Mansarde, Dachgeschoss, Dachgeschoß

σοφίτα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
grenier, entrepôt, soupente, mansarde, combles, attique, mansardée

σοφίτα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
soffitta, sottotetto, mansarda, attico, solaio

σοφίτα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trapeira, mansarda, sótão, do sótão, attic, sotão, no sótão

σοφίτα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dakkamertje, zolderkamertje, attisch, zolderkamer, zolder, vliering, zolderverdieping, op zolder

σοφίτα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мезонин, терем, голубятня, сеновал, чердак, мансарда, аттический, хоры, антресоль, плаз, верхотура, чердаке, мансарде, чердака

σοφίτα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
loft, loftet, lofts

σοφίτα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vind, vinds, vinden, vindsvåning, takvåning

σοφίτα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vintti, ullakko, ullakolla, ullakolle, ullakon, attic

σοφίτα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
loft, loftsrum, loftet, kvist, loftrum

σοφίτα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
patro, půda, mansarda, podkroví, podkrovní, půdní, mezonetový

σοφίτα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
galeria, chór, poddasze, strych, mansarda, attyka, facjata, poddaszu, na poddaszu

σοφίτα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
padlástér, galambdúc, padlás, ágazat, szénapadlás, tetőtér, tetőtérben, tetőtéri, padláson

σοφίτα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çatı katı, tavan, çatı, tavan arası, attic

σοφίτα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лес, горище, мансарда

σοφίτα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
papafingo, attic

σοφίτα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мансарда, таван, тавански, таванско помещение, таванско

σοφίτα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
клець, гарышча, чердак, гару, паддашак

σοφίτα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pööning, lakapealne, atika, ärklikorrus, pööningul, pööningu, pööningule, pööningult

σοφίτα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
potkrovlje, dostojanstven, ohol, tavan, ponosit, potkrovlju, potkrovlja, u potkrovlju

σοφίτα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
háaloftinu, loftinu, risi, svefnloft, háaloft

σοφίτα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
cenaculum

σοφίτα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mansarda, palėpėje, Masandra, mansardoje, pastogė

σοφίτα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jumtistaba, bēniņi, mansards, bēniņu, bēniņus, bēniņos

σοφίτα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
поткровје, сведување, таванот, поткровјето, таван

σοφίτα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
pod, mansarda, mansardă, la mansarda, podul

σοφίτα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odrazit, podstrešje, podstrešju, mansarda, podstrešja, mansardi

σοφίτα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
povala, podkroví, podkrovie, podkrovia
Τυχαίες λέξεις