Накачивать στα ελληνικά

Μετάφραση: накачивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντλία, τρόμπα, φουσκώνω, εξογκώνω, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία
Накачивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • авиакрыло στα ελληνικά - φτερό, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πτερύγιο
  • бенедикт στα ελληνικά - νεόνυμφος, Βενέδικτος, Βενέδικτου, Βενέδικτο, Benedict
  • благовест στα ελληνικά - δακτυλίδι, μάτι, διόδια, δαχτυλίδι, φόρος, διοδίων, των διοδίων, ...
  • брюзгливый στα ελληνικά - γκρινιάρης, βλοσυρός, πικρόχολος, σκυθρωπός, μεμψίμοιρος, δύστροπος, ευερέθιστος, ...
Τυχαίες λέξεις
Накачивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντλία, τρόμπα, φουσκώνω, εξογκώνω, αντλίας, της αντλίας, αντλιών, την αντλία