Λέξη: βελόνα
Σχετικές λέξεις: βελόνα
βελόνα και κλωστή, βελόνα ελεύθερου σχεδίου, βελόνα χειρός για δέρμα, βελόνα δολώματος, βελόνα του τατουάζ σε αργή κίνηση, βελόνα ονειροκρίτης, βελόνα αιμοδοσίας, βελόνα στα άχυρα, βελόνα στα άχυρα στίχοι, βελόνα πικάπ
Συνώνυμα: βελόνα
κορυφή, μυτερή άκρη, δείχτης
Μεταφράσεις: βελόνα
βελόνα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
needle, needle is, a needle, the needle
βελόνα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aguja, la aguja, aguja de, de aguja, agujas
βελόνα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nadel, Nadel, Adel
βελόνα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
embêter, aiguille, canule, épingle, fil, indice, aiguilles, l'aiguille, pointeau
βελόνα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
puntina, guglia, ago, dell'ago, aghi, l'ago, spillo
βελόνα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
precisar, agulha, alfinete, necessidade, necessitar, da agulha, agulhas, agulha de, de agulha
βελόνα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
naald, speld, kompasnaald, de naald, nld, de nld, naalden
βελόνα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стрелка, проволочка, спица, иголка, игла, иглы, иглу, игл, иглой
βελόνα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
nål, nålen, p, kanylen, kanyle
βελόνα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
barr, nål, nålen, snål, kanylen
βελόνα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
havunneula, neula, piruilla, piikitellä, äimä, neulan, neulaa, neula-, neulalla
βελόνα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
nål, kanyle, nålen, kanylen, p
βελόνα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
jehlice, dopálit, ukazatel, jehla, drát, střelka, hradlo, jehly, jehlu, jehlový, jehlová
βελόνα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wskazówka, igła, drut, dokuczać, iglica, igły, igłę, igłą
βελόνα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tű, tűt, tűvel, tű-, tűvédő
βελόνα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iğne, makaralı, iğneli, iğnesi, iğnenin
βελόνα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дротик, спиця, голка, шпиця, игла
βελόνα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjilpërë, gjilpërës, gjilpëra
βελόνα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
игла, иглата, на иглата, игли
βελόνα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шпiлька, голка, іголка, іголкі, іголкай
βελόνα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õmblema, nõel, nõela, nõelaga, needle, nõel-
βελόνα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
strelica, igla, iglica, zub, čioda, iglu, iglom, igličasti, igla za
βελόνα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nál, nálinni, nálin, nálina, nálar
βελόνα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
adata, spyglys, virbalas, adatos, adatiniai, adatą, adatų
βελόνα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
adata, skuja, adatu, adatas, rullīšu, rādītājs
βελόνα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
иглата, игла, игли, на игли, игла за
βελόνα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ac, acului, acul, ace, a acului
βελόνα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
igla, igle, needle, iglo, igelni
βελόνα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ihla, jedla, ihlu, ihly, páčidlo