Накрыть στα ελληνικά
Μετάφραση: накрыть, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καλύπτω, ξαπλώνω, κοσμικός, στρώνω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Μεταφράσεις
- выдувать στα ελληνικά - φυσώ, χτύπημα, πλήγμα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
- дактиль στα ελληνικά - δάκτυλος
- дратва στα ελληνικά - κερωμένο, κερωμένη, waxed, κηρωμένο, κερωμένα
- забойщик στα ελληνικά - ανθρακωρύχος, μεταλλωρύχος, Miner, ανθρακωρύχου, ανθρακωρύχων
Τυχαίες λέξεις
Накрыть στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καλύπτω, ξαπλώνω, κοσμικός, στρώνω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
Μεταφράσεις: καλύπτω, ξαπλώνω, κοσμικός, στρώνω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης