Λέξη: εξουσιοδοτούμαι

Μεταφράσεις: εξουσιοδοτούμαι

εξουσιοδοτούμαι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
invest, am authorized, I am authorized

εξουσιοδοτούμαι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
invertir, revestir, colocar, situar, estoy autorizado, he autorizado, estoy autorizada, tengo autorización, estar autorizado

εξουσιοδοτούμαι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
investieren, bin, am, ich, mich

εξουσιοδοτούμαι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mettre, atterrissage, investir, investis, investissons, insérer, vêtir, investissent, placer, investissez, suis, am, je suis, ne suis

εξουσιοδοτούμαι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
investire, collocare, sono, am

εξουσιοδοτούμαι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ungir, inverter, investir, estou, sou, am, tenho, me

εξουσιοδοτούμαι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beleggen, inhuldigen, investeren, ben, am, ik, heb, ben er

εξουσιοδοτούμαι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
помещать, вкладывать, одевать, облачать, облекать, блокировать, вложить, я, являюсь, нахожусь, ам

εξουσιοδοτούμαι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
investere, er, am, jeg

εξουσιοδοτούμαι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
investera, am, är, jag, gläder, mig

εξουσιοδοτούμαι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
panostaa, satsata, sijoittaa, investoida, varustaa, olen, am

εξουσιοδοτούμαι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
am, er, glæder, mig

εξουσιοδοτούμαι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oblehnout, investovat, odít, obklíčit, vložit, uložit, am, jsem, já, mě

εξουσιοδοτούμαι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odziewać, inwestować, zainwestować, wkładać, wyposażyć, ubrać, jestem, am, mnie

εξουσιοδοτούμαι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felhatalmazásom, jogosult vagyok, vagyok jogosítva, fel vagyok jogosítva, felhatalmazásom van

εξουσιοδοτούμαι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ben, duyuyorum, değilim, olduğumu, benim

εξουσιοδοτούμαι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перевертає, Я уповноважений

εξουσιοδοτούμαι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
jam, jam i, kam

εξουσιοδοτούμαι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съм, аз

εξουσιοδοτούμαι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
Я

εξουσιοδοτούμαι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rõivastama, investeerima, pühendama, olen, kodu, oled, am, hea

εξουσιοδοτούμαι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odjenuti, uložiti, ja, am, sam, me, jesam

εξουσιοδοτούμαι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fjárfesta, er, am, ég, hef

εξουσιοδοτούμαι στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
obsido

εξουσιοδοτούμαι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
esu, am

εξουσιοδοτούμαι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ieguldīt, investēt, esmu, am, es

εξουσιοδοτούμαι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сум, ми

εξουσιοδοτούμαι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
investi, sunt, am, sînt

εξουσιοδοτούμαι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
am, sem, me, jaz

εξουσιοδοτούμαι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
am, PM, Pozmeňujúci
Τυχαίες λέξεις